πρῳραχθής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.
Full diacritics: πρῳραχθής | Medium diacritics: πρῳραχθής | Low diacritics: πρωραχθής | Capitals: ΠΡΩΡΑΧΘΗΣ |
Transliteration A: prōirachthḗs | Transliteration B: prōrachthēs | Transliteration C: prorachthis | Beta Code: prw|raxqh/s |
ές,
A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.