πρόσφατος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον,
A fresh, not decomposed, of a corpse miraculously preserved, νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ π. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Il.24.757; νεκρὸς π. Hdt.2.89, 121.έ; τροφὴ ἔτι π. (sc. before digestion begins) Arist.PA675b32; [ζῷα] τὰ πεπωκότα πόμα π. which have taken a recent drink, Id.HA520b31; πορφύρας . . πρόσφατον τὸ ἄνθος ἔτι φυλαττούσης Plu.Alex.36; of fish, Antiph.218.1, Men.462.4, PMich.Zen.72.8 (iii B.C.); ἐχῖνοι Posidipp.14; of poultry, Gal.Vict.Att.8; [κρέα] Hp.Acut. (Sp.) 49, cf. Sor.2.15, al.; δέλεαρ Arist.HA534a12; ζῷα π., opp. salted, D.S.3.31, cf. Gal.6.728; ἄλφιτα καὶ ἄλητα Hp. Vict.2.44, gloss on ποταίνια in Acut.37; καρποί, ἔλαιον, Arist.Pr.926a30,927a29; ῥίζαι [σιλφίου] Thphr.HP6.3.5; σταφυλή LXX Nu.6.3, Sor. 1.51; φῦκος Agatharch.35; νάρδος Dsc.1.7; χιών Plb.3.55.1; παγάν Pi.P.4.299 (unless πρόσφατον ξενωθείς = recently entertained); ὕδωρ newly-drawn well-water, Plu.2.690c; ποτόν Porph.Marc.4; αἷμα uncoagulated, opp. πεπηγότες θρόμβοι, Hp.Epid.7.10; [καταμηνίων ῥύσις] -ωτέρα Arist.GA764a6; σπέρμα, οὖρον, Id.Pr.924b28, 907b25. 2 of events and actions, recent, δίκαι A.Ch.804 (lyr.); ἐπιστολαί S.Fr.128; ὀργή Lys.18.19; ὀχεία Arist.HA 509b31; φόβος Aen.Tact.3.1; φθόνος Plu.Them.24; θεωρίαι καὶ μαθήσεις Arist.EE 1237a24; φαντασία Id.MM1203b4; λύπη defined as δόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας Zeno Stoic.1.52; ἀτύχημα Plb.1.21.9; εὐεργεσίαι Id.2.46.1; [πράγματα] Plu.2.146b; ὄγκοι( = οἰδήματα) Gal.18(2).145; βήξ, i.e. not yet chronic, Sor.1.123, cf. 2.46; γάλα, i.e. lately begun to be secreted, Id.1.89; of persons, recent in date, of Homer, Arist. Mete.351b35; μάρτυρες . . οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ π. Id.Rh.1375b27: used predicatively, χρόνοι [τοῖς πλουσίοις] τοῦ δίκην ὑποσχεῖν . . δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ' ἕωλα . . ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ' ἀφικνεῖται, τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος π. κρίνεται the cases of us poor men are served up fresh, D.21.112; νεαλὴς καὶ π. fresh (because recently imprisoned), Id.25.61. 3 new, οὐκ ἔστι πᾶν π. ὑπὸ τὸν ἥλιον LXX Ec.1.9; οὐκ ἔσται ἐν σοὶ θεὸς π. ib.Ps.80(81).10; ὁδὸν π. καὶ ζῶσαν Ep.Hebr.10.20; ἀεὶ ἡδίων ἡ π. ἀφροδίτη Alciphr.1.39. II Adv. -τως newly, lately, π. ἠγγελμένων Aen.Tact.16.2, cf. LXX De.24.5, OGI315.23 (Pessinus, ii B.C.), Parth.28.1, D.S.14.115, J.BJ1.6.2, Babr.30.3, Anon.Hist. (FGrH 153) p.826 J. (Orig. = νεωστὶ ἀνῃρημένος (cf. πέφαται, etc.) acc. to Phot.; perh. slaughtered for (the occasion).)
German (Pape)
[Seite 785] kurz zuvor, frisch geschlachtet, getödtet; ἑρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖται, Il. 24, 757; νεκρός, Her. 2, 89. 121, 5; übh. frisch, von der Zeit, neuerlich, jüngst, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299; τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα προσφάτοις δίκαις, Aesch. Ch. 793; Her. 2, 89. 121; ὀργή, Lys. 18, 19; Dem. 25, 61 setzt νεαλὴς καὶ πρόσφατος dem τεταριχευμένος entgegen; καὶ νεουργής, Plut. Pericl. 13; – προσφάτως, neulich, Pol. 3, 37, 11 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 374.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφᾰτος: -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *φένω) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. καθόλου, νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, ἔλαιον Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· ὕδωρ Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, καθόλου, δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. 5· ὀχεία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· Ἀφροδίτη Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, πρόσφατος κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - νέος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, νεωστί, ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· ὡσαύτως, προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui vient d’être tué, récemment tué;
2 frais, récent, nouveau ; abs. jeune.
Étymologie: πρός, R. Φα > Φεν, tuer ; v. πεφνεῖν.
English (Slater)
πρόσφᾰτος n. s. pro adv.,
1 lately πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς (P. 4.299)
English (Strong)
from πρό and a derivative of σφάζω; previously (recently) slain (fresh), i.e. (figuratively) lately made: new.
English (Thayer)
πρόσφατον (from πρό and σφάω or σφάζω; cf. Delitzsch, Commentary on Hebrews (as below), p. 478; (cf. Lob. Technol., p. 106));
1. properly, lately slaughtered, freshly killed: Homer, Iliad 21,757.
2. universally, recently or very lately made, new: ὁδός, Aeschylus down; φίλος πρόσφατος, οὐκ ἐστι πᾶν πρόσφατον ὑπό τόν ἥλιον, Lob. ad Phryn., p. 374f.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόσφατος, -ον, ΝΑ
1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.)
2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι πρόσφατες» β. «καὶ οὐκ ἔστι πᾱν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ)
αρχ.
1. αυτός που σφάχθηκε ή που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. συνεκδ. νωπός, φρέσκος (α. «αἷμα πρόσφατον», Ιπποκρ.
β. «ἰχθύες πρόσφατοι», Αντιφάν.
γ. «ὕδωρ πρόσφατον» — νερό που αντλήθηκε πριν από λίγο, Πλούτ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσφατον
(για χρόνο) πριν από λίγο, τελευταία, πρόσφατα.
επίρρ...
προσφάτως ΝΜΑ, και πρόσφατα Ν
(για χρόνο) πριν από λίγο, τελευταία (α. «πέθανε πρόσφατα» β. «πόλιν... προσφάτως... κατεσκευασμένην», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρός + -φατος (< φατός < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί-φατος, πυρί-φατος. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που φονεύθηκε ή που σφάχθηκε πριν από λίγο», η οποία αναφερόταν τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα, εξελίχθηκε σε τεχνικό όρο του κυνηγιού και της αλιείας και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με σημ. «νωπός, φρέσκος» και για υγρά, αίμα, καρπούς κ.λπ. και τελικά για γεγονότα με τη σημ. «αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία». Με αυτή τη σημ. η λ. καθιερώθηκε στη Νέα Ελληνική. Δυσερμήνευτη, τέλος, είναι η χρήση της πρόθεσης πρός αντί της πρό για να δηλώσει χρονική εγγύτητα (πρβλ. και πρόσ-παιος «πρόσφατος», προσ-περνώ αντί του ορθού προ-περνώ)].
Greek Monotonic
πρόσφᾰτος: -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *φένω)·
I. αυτός που σφαγιάστηκε μόλις, πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. γενικά, νωπός, φρέσκος, νέος, σε Αισχύλ., Δημ.
III. πρόσφατον, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφᾰτος:
1) свежий (νεκρός Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; χιών Polyb.; ὕδωρ Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев еще не остыл;
2) недавний, новый (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; ὁδός NT);
3) молодой, неопытный (π. καὶ καινός τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσφατος -ον [πρός, ~ θείνω] recent gedood:. πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι jij ligt in mijn paleis alsof je zojuist gedood bent Il. 24.757; μισγόμενον νεκρῷ προσφάτῳ γυναικός gemeenschap hebbend met het net gestorven lichaam van een vrouw Hdt. 2.89.2. recent:; προσφάτοις δίκαις door nieuwe gerechtigheid Aeschl. Ch. 805; ἔτι τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου nu jouw woede nog vers is Lys. 18.19; τῶν δ ’ ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος... πρόσφατος κρίνεται de rest van ons staat onmiddellijk terecht Dem. 21.112; μάρτυρές εἰσι διττοί, οἱ μὲν παλαιοί, οἱ δὲ πρόσφατοι getuigen zijn er van twee soorten: oude en nieuwe Aristot. Rh. 1375b27; adv. προσφάτως onlangs. NT Act. Ap. 18.2. vers:. τὰ πρόσφατα ἄλφιτα καὶ ἄλητα de verse gerst en tarwe Hp. Vict. 2.44; ἐκ τῶν ἰδίων ( δαφνῶν ) προσφάτων οὐσῶν van hun eigen lauriertakken, die nog vers waren Plut. Pomp. 31.5.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: undecomposed, of a corpse (Ω 757 [ἐρσήεις καὶ π.], Hdt.), fresh, of plants, victuals, water a.o. (Hp., Arist., hell.), metaph. fresh = happened lately, recently, immediately following, recens, of actions, emotions etc. (A. in lyr., Lys., D., Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Acc. to Phot. prop. = νεωστὶ ἀνῃρημένος, an interpretation, which seems to give the best solution. So to πεφ-νεῖν, φόνος, θείνω with the same 2. member as in the compounds Ἀρηΐ-, ἀρεί-φατος, μυλή-φατος, ὀδυνή-φατος; the remarkable development of meaning was possible as the second member became unclear (also in ἀρείφατος: also martial). The first element cannot be preverbal (as if from *προσ-θείνω), but has a similar function as in the nominal πρόσ-οικος, πρόσ-γειος etc.; prop. "close to the dead (killing), closely following" with univerbating το-suffix. -- Other hypotheses (to be rejected) in Bq w. lit.; to be rejected also Schwyzer 503 Zus. 2 (asking: "to *προσφα, cf. μέσφα?").
Middle Liddell
πρόσ-φᾰτος, ον, [πέφαμαι, perf. pass. of *φένω
I. lately slain, fresh-slain, Il., Hdt.
II. generally, fresh, recent, Aesch., Dem.
III. πρόσφατον as adv. of Time, recently, lately, Pind.
Frisk Etymology German
πρόσφατος: {prósphatos}
Meaning: unverwest, von einer Leiche (Ω 757 [ἐρσήεις καὶ π.], Hdt.), frisch, von Pflanzen, Lebensmitteln, Wasser u.a. (Hp., Arist., hell. u. sp.), übertr. frisch = neuerlich, unlängst geschehen, unmittelbar darauffolgend, recens, von Handlungen, Gemütsstimmungen usw. (A. in lyr., Lys., D., Arist. usw.).
Etymology : Nach Phot. eig. = νεωστὶ ἀνῃρημενος, eine Deutung, die immer die beste Lösung bietet. Somit zu πεφνεῖν, φόνος, θείνω mit demselben Hinterglied wie in den Zusammenbildungen Ἀρηΐ-, ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος; die bemerkenswerte Bed.entwicklung wurde durch das Verblassen des Hinterglieds begünstigt (ebenso in ἀρείφατος : auch kriegerisch). Das Vorderglied kann nicht präverbal sein (wie von *προσθείνω), sondern hat eine ähnliche Funktion wie in den nominalen πρόσοικος, πρόσγειος usw.; also eig. "dem Töten (Totschlag) nahestehend, nahe folgend" mit univerbierendem το-Suffix. — Andere, abzulehnende Hypothesen bei Bq m. Lit.; abzulehnen ebenfalls Schwyzer 503 Zus. 2 (fragend: "zu *προσφα, vgl. μέσφα?").
Page 2,601-602
Chinese
原文音譯:prÒsfatoj 普羅-士法拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:前-殺了
字義溯源:先前,新近殺了的,新,新的,最近的,新鮮的;由(πρό)*=前)與(σφάζω)*=宰,宰殺)組成。這字只在( 來10:20)用了一次,說到我們因耶穌的血,得以坦然進入至聖所。這乃顯示舊約律法獻祭的路,是老路,是死路;現在來到新約,主耶穌為我們開了一條又新又活的路,而進到神面前;是新鮮的,是有生命的路。參讀 (ἄγναφος)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 新(1) 來10:20