Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: σελῑνοειδής | Medium diacritics: σελινοειδής | Low diacritics: σελινοειδής | Capitals: ΣΕΛΙΝΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: selinoeidḗs | Transliteration B: selinoeidēs | Transliteration C: selinoeidis | Beta Code: selinoeidh/s |
ές, A like celery, Thphr.HP3.12.5.
[Seite 870] ές, eppichartig, -ähnlich, Diosc.
σελῑνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σέλινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5.
-ές, Α
όμοιος με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + -ειδής].