παιδοφύλαξ
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guardian of boys, a public officer, CIG2715.8 (Stratonicea).
German (Pape)
[Seite 442] ακος, ὁ, Knabenwächter, Inscr. 2715.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφύλαξ: ὁ, φύλαξ παίδων, δημόσιός τις ὑπάλληλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 12.