περιθρύπτω

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθρύπτω Medium diacritics: περιθρύπτω Low diacritics: περιθρύπτω Capitals: ΠΕΡΙΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: perithrýptō Transliteration B: perithryptō Transliteration C: perithrypto Beta Code: periqru/ptw

English (LSJ)

and περι-θρύβω (D.S.3.51),    A rub or pound in pieces, l.c. (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527.

German (Pape)

[Seite 577] (s. θρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιθρύπτω: τρίβωκοπανίζω εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.

Greek Monolingual

Α
κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].