σκοτοδινιάω
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
A suffer from dizziness or vertigo, Ar.Ach.1219, Pl.Tht. 155c, Lg.663b, etc.
German (Pape)
[Seite 905] = σκοτοδινέω; Ar. Ach. 1179; Plat. Theaet. 153 c Legg. II, 663 b; Ath. V, 187 e; Lob. Phryn. p. 82.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοδῑνιάω: πάσχω ἐκ σκοτοδινίας, «ζαλίζομαι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 1219, Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 663Β, κτλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 82· «σκοτοῦται» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. σκοτοδινέω.
Greek Monotonic
σκοτοδινιάω: (δίνη), μόνο σε ενεστ., υποφέρω από ζάλη ή ίλιγγο, ζαλίζομαι, χάνω το φως μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σκοτοδῑνιάω: Arph., Plat. = σκοτοδινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτοδῑνιάω [σκοτοδινία] aor. ἐσκοτοδινίασα, duizelig worden, zwart voor de ogen worden:. εἰλιγγιῶ... καὶ σκοτοδινιῶ het duizelt me en wordt me zwart voor de ogen Aristoph. Ach. 1219.
Middle Liddell
σκοτο-δῑνιάω, δίνη only in pres.]
to suffer from dizziness or vertigo, Ar., Plat.