ὁ, A guardian of a, τέμενος, Ἑρμῆς Epigr.Gr.781.11 (Cnidus): τεμενωρός, Hsch.
τεμενουρός: ὁ, = τεμενωρός, Ἐπιτ. ἐν τῷ Newton’s Halic.
και τεμενωρός, ὁ, Αφύλακας τεμένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + -ουρός /-ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ-ουρός, θυρωρός].