ἀμφικλύζω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A wash or flood around, Orph.A.271.
German (Pape)
[Seite 140] umspülen, Orph. Arg. 271.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικλύζω: περικλύζω, καταπλημμυρῶ, Ὀρφ. Ἀργ. 275.
Spanish (DGE)
batir por el agua pas. θῖνες ἀμφέκλυσθεν Orph.A.273.
Greek Monolingual
ἀμφικλύζω (Α)
περιβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κλύζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος.