ἀποτελευτάω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
intr., A end, ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt.353e, 354b; ἀποτελευτῶν at last, Id.Plt.310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.Pol.1305b11.
German (Pape)
[Seite 330] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελευτάω: ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, εἰς τέλος, ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. finir, aboutir, avec εἰς et l’acc.;
2 tr. achever.
Étymologie: ἀπό, τελευτάω.
Spanish (DGE)
terminar en c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.Acut.(Sp.) 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.Pr.2.57
•resultar en εἰς ἀνίας Pl.Prt.353e, εἰς ἡδονάς Pl.Prt.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.Epin.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.Pol.1305b11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a
•abs. ἀποτελευτῶσα finalmente Pl.Plt.310e.
Greek Monotonic
ἀποτελευτάω: μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση, εἴςτι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελευτάω: заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).
Middle Liddell
intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.