ἄδουλος

From LSJ
Revision as of 15:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδουλος Medium diacritics: ἄδουλος Low diacritics: άδουλος Capitals: ΑΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: ádoulos Transliteration B: adoulos Transliteration C: adoulos Beta Code: a)/doulos

English (LSJ)

ον,

   A unattended by slaves, ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593: c. gen., τῶν τοιούτων ἄδουλος unattended by... Ael.N A6.10.    2 having no slaves, too poor to keep a slave, Phryn.Com.18, Plu.2.831b.    II impatient of slavery, ἀδουλότερος τῶν λεόντων Ph.2.451.

German (Pape)

[Seite 37] ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδουλος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετούμενος ἢ μὴ φυλαττόμενος ὑπὸ δούλων· ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 593· μετὰ γεν., τῶν τοιούτων ἄδουλος = μὴ ὑπηρετούμενος ὑπὸ..., Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 10. 2) ὁ μὴ ἔχων δούλους, πένης, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, πρβλ. Ruhnk Vell. Paterc. 2. 19, 4. Madvig Advers 1. 580· ΙΙ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος δουλείαν, ἀδουλότερος τῶν λεόντων, Φίλων 2. 451.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne possède pas d’esclaves.
Étymologie: ἀ, δοῦλος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene esclavos ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593, de pers., Plu.2.831b, cf. Ael.NA 6.10, Arr.Epict.3.22.46.
2 que no aguanta la esclavitud, no esclavo ὁ σοφὸς ἀδουλότερος Ph.2.451 (cód.).

Greek Monotonic

ἄδουλος: -ον, αυτός που δεν υπηρετείται από δούλους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδουλος:
1) не охраняемый или не обслуживаемый рабами (δώματα Eur.);
2) не владеющий рабами (ἄ. καὶ ἀνέστιοιος καὶ ἄοικος Plut.).

Middle Liddell

unattended by slaves, Eur.