ὑπόρριζος

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρριζος Medium diacritics: ὑπόρριζος Low diacritics: υπόρριζος Capitals: ΥΠΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: hypórrizos Transliteration B: hyporrizos Transliteration C: yporrizos Beta Code: u(po/rrizos

English (LSJ)

ον, (πίζα)

   A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18.    II with piece of root attached, Thphr.HP2.1.3, CP1.2.2.    III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύ-ρριζος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.