ἀποκηρύσσω
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
Att. ἀποκηρύττω,
A offer a thing for public sale, sell by auction, Hdt.1.194, Pl.Com. 121; ἀ. ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ Eup.258:—Pass., to be sold by auction, Lys. 17.7, Luc.Pisc.23, D.Chr.66.4. II renounce publicly, ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀ. Pl.Lg.928esq., cf. D.39.39, Luc.Abd.1:—Pass., to be disinherited, ὑπὸ τοῦ πατρός Aeschin.Socr.Oxy.1608.39. 2 declare outlawed, banish: metaph., φιλοσοφίας Max.Tyr.32.2; τῆς σοφίας Philostr.VA4.30. III forbid by proclamation, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν X.HG5.2.27, cf. Thphr.HP4.4.5. IV manumit by public renunciation of ownership, οἱ ἀποκαρυχθέντες ἐλεύθεροι, ἀπελεύθεροι, IG5(2).274,342a (Mantinea, i/ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 306] öffentlich durch den Herold ausrufen lassen, a) verbieten, μηδένα συστρατεύειν Xen. Hell. 5, 2, 27. – b) sich von seinem Sohne lossagen, ihn enterben, υἱόν Plat. Legg. XI, 929 c; παῖς ἀποκεκηρυγμένος 928 e; vgl. Dem. 39, 39 u. Luc. Abdic. – c) öffentlich verkaufen (ὑπὸ κήρυκι πωλεῖν Ammon.), Her. 1, 194, in tmesi; Dem. 23. 201; Luc. oft, z. B. πόσου τοῦτον ἀποκηρύττεις Vit. auct. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκηρύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀγγέλλω τι διὰ τοῦ κήρυκος, προσφέρω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 194, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 5· οὐ θᾶττον αὐτὴν… ἀποκηρύξει τις ὅ,τι ἂν ἀλφάνῃ, ὅ,τι ἂν εὕρῃ, Εὔπολ. ἐν «ταξιάρχοις» 12: ― Παθ., πωλοῦμαι ἐν δημοπρασία, Λυσ. 148. 43, Λουκ. Ἁλ. 23. ΙΙ. ἀποκηρύττω δημοσίᾳ, ἐξέστω τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν ἀποκηρύττειν Πλάτ. Νόμ. 229C κἑξ., πρβλ. Δημ. 1006, 21, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 1, κἑξ.· ὡσαύτως, ἀποκηρύττω τινὰ ὡς ἔκνομον, ἐξορίζω, Βαλκν. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἐκκλ. ἀποβάλλω τῆς ἐκκλησίας, Εὐσ. Ἱ. Ἐ. 7. 29,1, Ἀποκηρυττόμενος, ἡ ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ. ΙΙΙ. ἀπαγορεύω διὰ προκηρύξεως, ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 27, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
I. se défaire de qch par l’entremise du crieur public, vendre à la criée;
II. repousser par déclaration publique :
1 défendre, interdire, avec μή et l’inf.;
2 répudier ; déshériter.
Étymologie: ἀπό, κηρύσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω dial. no jón.-át. ἀποκαρ- IG 7.1780.19 (Tespias III/II a.C.), IG 5(2).274.20 (Mantinea I/II d.C.)
I de bienes vender en pública subasta τὴν καλάμην πᾶσαν Hdt.1.194, ἀποκηρύξει τις ὅ τι ἂν ἀλφάνοι Eup.258, σκευάρια δὴ κλέψας ἀπεκήρυξ' ἐκφέρων Pl.Com.121, οἱ τὰ μικρὰ καὶ κομιδῇ φαῦλ' ἀποκηρύττοντες D.23.201
•en v. pas. de propiedades, Lys.17.7, ὕβρισμα δύ' ὀβολῶν πρῴην ἀποκεκηρυγμένος Luc.Pisc.23, ἐκείνους ἀποκηρύττεσθαι D.Chr.66.4.
II de pers.
1 de hijos repudiar, desheredar D.39.39, POxy.2342.6, en v. pas., Pl.Lg.928e, ὑπ[ὸ] τοῦ πατρός Aeschin.Socr. en POxy.1608.39, cf. Luc.Abd.proem., Gloss.2.237, Ἀποκηρυττόμενος El desheredado Luc.Abd.tít.
2 de esclavos renunciar a su posesión, manumitir ἀποκαρυξάτω ἐπὶ τῶ μνάματος IG 7.180.19 (Tespias III/II a.C.), en v. pas. οἱ ἀποκαρυχθέντες ἐλεύθεροι IG 5(2).274.20 (I d.C.), οἱ ἀποκαρυχθέ[ντες ἀ] πελεύθεροι IG 5(2).342a.7 (Mantinea I/II d.C.)
•fig. renunciar a τὴν τοῦ κόσμου ἀλαζονίαν PLond.1927.32 (IV d.C.).
3 en gener. proscribir, excomulgar αὐτὸν ἀναθεματίσατε καὶ ἀπεκηρύξατε Ath.Al.M.25.236A
•expulsar τῆς πανηγύρεως Gr.Naz.M.35.541A
•fig. desterrar φιλοσοφίας Max.Tyr.26.2, τῆς σοφίας Philostr.VA 4.30.
III c. inf. prohibir públicamente Ἀλέξανδρος ἀπεκήρυξε μὴ ἐσθίειν Thphr.HP 4.4.5, en v. pas. ἀποκεκήρυκται μηδένα στρατεύειν X.HG 5.2.27.
IV proclamar πατρογέ[ρ] οντας IEphesos 26.24 (II d.C.).
Greek Monolingual
(AM ἀποκηρύσσω, Α κ. -ττω)
1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια
2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω
3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω
νεοελλ.
απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως
αρχ.
1. γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
2. διαλαλώ με κήρυκα το εμπόρευμά μου
3. απαγορεύω με προκήρυξη
4. αποδιώκω, εξορίζω.
Greek Monotonic
ἀποκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. πωλώ μέσω δημοπρασίας, σε Ηρόδ.
II. αποκηρύσσω δημοσίως το γιο μου, τον αποκληρώνω, σε Πλάτ.
III. απαγορεύω με δημόσια προκήρυξη· απρόσ. στην Παθ. παρακ., ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκηρύσσω: атт. ἀποκηρύττω
1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.;
2) продавать с торгов (οἴκους Plut.): πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις; Luc. какую цену назначаешь за это?; ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. при продаже имущества с торгов;
3) публично запрещать (μηδένα στρατεύειν μετά τινος Xen.);
4) публично отвергать (как сына), т. е. лишать наследства (τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.).
Middle Liddell
I. to sell by auction, Hdt.
II. to renounce publicly, to disinherit, Plat.
III. to forbid by proclamation: impers. in perf. pass., ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν Xen.