ἀποκαθεύδω
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
A sleep away from home, ἐς τὸ ἱερόν Philostr.VS2.4.1; of a woman separated from her husband, sleep apart, Eup.399. II fall asleep over a thing, Them.Or.1.13d.
German (Pape)
[Seite 305] (s. εὕδω), 1) auswärts, außer dem Hause schlafen, Eupol. bei Suid. B. A. 428 ἀποκοιτεῖν erkl.; Philostr. – 2) bei etwas einschlafen, Themist. or. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, παρατ. ἀποκαθηῦδον ἢ καθεῦδον καὶ ἀπεκάθευδον: - ἀποκοιτῶ, καθεύδω ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐς τὸ ἱερὸν Φιλόστρ. 568· ἐπὶ γυναικὸς κεχωρισμένης ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, κοιμῶμαι χωριστά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 138. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, Θεμίστ. 13D.
Spanish (DGE)
I 1dormir aparte de una mujer separada de su marido, Eup.399.
2 dormir fuera de casa ἐς τὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἱερόν Philostr.VS 568, ἐν νυκτὶ ταῦτα ἐγίνετο καὶ εἰκός τινας καὶ ἀποκαθευδῆσαι y esto sucedió durante la noche, y es verosímil que algunas (de las mujeres que estaban en la tumba de Jesucristo cuando resucitó) incluso se hubiesen dormido Chrys.M.58.783, cf. Mac.Magn.Apocr.4.11 (p.173.7).
II fig. descuidarse ἐν πολλοῖς πολλάκις Them.Or.1.13d.
Greek Monolingual
ἀποκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι
2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου
3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον
4. αδιαφορώ για κάτι.