ὑφόλμιον

From LSJ
Revision as of 16:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόλμιον Medium diacritics: ὑφόλμιον Low diacritics: υφόλμιον Capitals: ΥΦΟΛΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphólmion Transliteration B: hypholmion Transliteration C: yfolmion Beta Code: u(fo/lmion

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I)

   A mortar-stand, Ar.Fr.61.    II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].

Russian (Dvoretsky)

ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.