καρτερόχειρ

From LSJ
Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόχειρ Medium diacritics: καρτερόχειρ Low diacritics: καρτερόχειρ Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: karterócheir Transliteration B: karterocheir Transliteration C: karterocheir Beta Code: kartero/xeir

English (LSJ)

καρτερόχειρος, ὁ, ἡ,    A strong-handed, Ἄρης h.Hom.8.3; βασιλεύς AP9.210.4.

German (Pape)

[Seite 1331] ειρος, starkhändig, mit starker Hand, muthig angreifend; Ares H. h. 7, 3; βασιλεύς Ep. ad. 590 (IX, 210).

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux fortes mains, aux mains puissantes.
Étymologie: καρτερός, χείρ.

Greek Monolingual

καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ.

Greek Monotonic

καρτερόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δυνατά χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόχειρ: χειρος adj. с сильной рукой (Ἄρης Hom.; βασιλεύς Anth.).

Middle Liddell

καρτερό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
strong-handed, Hhymn.