κυνοπρόσωπος

Revision as of 10:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.

Spanish

de rostro de perro

Greek Monolingual

κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.

Greek Monotonic

κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.

Middle Liddell

κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.