σαρκελάφεια
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[λᾰ] (sc. σῦκα), τά,
A venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.
German (Pape)
[Seite 863] σῦκα, eine Feigenart, Ath. III, 78 a, wie Hirschfleisch (?).
Greek (Liddell-Scott)
σαρκελάφεια: (ἐξυπακ. σῦκα) τά, εἶδος σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α.
Greek Monolingual
τὰ, Α
είδος σύκων που έμοιαζαν με σάρκα ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ἔλαφος + κατάλ. -ειος].