μεταγίγνομαι
From LSJ
English (LSJ)
later Μεταγειτν-γίνομαι [ῑ],
A take place later, BGU1038.22 (ii A. D.); to be transferred, carried away, LXX 2 Ma.2.1.
German (Pape)
[Seite 145] (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγίγνομαι: παρὰ μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· - γίνομαι μετὰ ταῦτα, ἴδε ἐν λ. μεταπαυσωλή. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι μακράν, Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).
Greek Monolingual
μεταγίγνομαι (ΑM)
βλ. μεταγίνομαι.