ληρέω

From LSJ
Revision as of 17:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληρέω Medium diacritics: ληρέω Low diacritics: ληρέω Capitals: ΛΗΡΕΩ
Transliteration A: lēréō Transliteration B: lēreō Transliteration C: lireo Beta Code: lhre/w

English (LSJ)

(λῆρος A)

   A to be foolish or silly, speak or act foolishly, S.Tr.435, Ar.Eq.536, al., Pl.Tht. 152b, etc.; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν Ar.Pl.508; περί τινος Isoc.12.11, 33; λῆρον ληρεῖς Ar.Pl.517; ληρεῖς ἔχων (v. ἔχω B. IV. 2) Id.Ra.512, cf. Pl.Grg.497b: c. acc., μὴ ληρήσῃς τὸν ἐκτιναγμόν σου PFay.114. 21 (i A.D.).    2 of a sick person, to be delirious, Hp.Epid.1.26.γ.

German (Pape)

[Seite 40] schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Ueber ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ληρέω: (λῆρος) εἶμαι ἀνόητος, μωρός, ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, φλυαρῶ, Λατ. nugari. Σοφ. Τρ. 435, Ἀριστοφ. Ἱππ. 536, κ. ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 152Β, κτλ.· περί τινος Ἰσοκρ. 235Β, 239D· λῆρον ληρεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 517· περὶ τοῦ ληρεῖς ἔχων, ἴδε ἔχω Β. IV. 2, καὶ πρβλ. συνθιασώτης. 2) ἐπὶ νοσοῦντος ἀνθρώπου, παραληρῶ, παραλαλῶ, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.

Greek Monotonic

ληρέω: μέλ. ληρήσω (λῆρος), είμαι ανόητος ή μωρός, μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ληρέω: (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?

Middle Liddell

λῆρος
to be foolish or silly, speak or act foolishly, Lat. nugari, Soph., Ar.