ἐνσπειράομαι
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Pass.,
A to be coiled up in, φωλεῷ S.E.M.7.410: metaph., to be involved, wrapped up in, ἔπεσιν Heraclit.All.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπειράομαι: σπειράομαι ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς μέρος τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf.]
estar enrollado en c. dat. πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων S.E.M.7.410
•fig. estar oculto, agazapado οἶμαι ... οὐδεμία κηλὶς ... τοῖς ἔπεσιν ἐνεσπείρηται no creo que ninguna inmoralidad se oculte en sus palabras Heraclit.All.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσπειράομαι: (в чем-л.) сворачиваться, свиваться (ἐνσπειράμενοι τῷ αὐτῷ φωλεῷ δράκοντες Sext.).