στρέφω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
Il.23.323, etc.; Dor. στράφω [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); Aeol. στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: Ep. impf.
A στρέψασκον Il.18.546: fut. στρέψω E.Med.1152, etc.: aor. 1 ἔστρεψα Id.Tr.1243, etc., Ep. στρέψα Od.4.520: pf. ἔστροφα (ἀν-) Cerc.17.30, (ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, (ἐπ-) Plb.5.110.6, (μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα (κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—Med., Il.18.488, etc.: fut. στρέψομαι 6.516, etc.: aor. ἐστρεψάμην S.OC1416, (κατ-) Th.1.94, etc.: pf. Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι (κατ-) Isoc.5.21:—Pass., fut. στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6, (ἀνα-) Isoc.5.64, (δια-) Ar.Eq.175, Av.177, (μετα-) Pl.R.518d; fut. Med. (in pass. sense) στρέψομαι (ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in Att., Ar.Th.1128, Pl.Plt.273e; Dor. ἐστράφθην Sophr. 88, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν) in Hdt.1.130 (but στραφῆναι Id.3.129): aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant.315, etc., freq. in Att., Ar.Ach.537 (μετα-), Th.5.97 (κατα-), Pl.Ti.77b: pf. ἔστραμμαι h.Merc.411, Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; ἔστρεμμαι Eudox.Ars 12.10 (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:—turn about or aside, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520; ἵππους σ. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.; σ. πηδάλιον Pi.Fr.40; τὸν οἴακα Anaxandr.4.5, cf. Men.482.4; σάκος S.Aj.575; of persons, ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σαυτήν A.Pr.708; πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε E.Ph.457, cf. Hec.344; πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med.1152; ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68; σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th.902; σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu.1455; πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp.413; στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr.1149; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D. 2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν σ., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4; τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12; τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε . . ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt.269e, cf. Epin.977b. II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω σ. turn upside down, A.Eu.651; κάτω σ. S.Ant. 717, Ar.Ec.733; σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.511a, cf. Euthd.276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους σ. D.21.91; so δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται E.Med.411 (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT1166, Fr.536 (troch.); γῆν σ. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn., πάσας σ. στροφάς Pl.Ti.43e; γράμματα πανταχῇ σ. Id.Cra.414c: c. inf., change a thing so as to . ., εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι E.Med.416 (lyr.). III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (so στραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129, cf. Pl.Lg.789e). 2 metaph. of pain, twist, torture, κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177, cf. Ar.Pl.1131, Fr.462, Ael. NA2.44 (Pass.), Gal.19.141; βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβορύζει Hp.Int.6: so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R.330e. 3 of corruptions in Music, κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15. IV twist, plait, σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15; ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc.411; spin, ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7, cf. 1; ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i (Caralis); κρόκην σ. Luc.Fug. 12: metaph., μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e. V t.t. of wrestlers, twist the adversary back, Poll.3.155: metaph., ἔριδα σ. Pi.N.4.93. VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec.750; πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8; βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48; τὸ πρᾶγμα πανταχῇ στρέφων ἀγαγεῖν ἐπ' ἐμέ D.21.116. VII return, give back, ἀργύριά τισι Ev.Matt.27.3. VIII convert, τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B. IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20. B Pass. and Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ἔν τε κύνεσσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται 12.42; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664. 2 turn to or from an object, ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC1648, Ant.315, etc.; στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th.230,610. 3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti.40b; of the distaff, Id.R.617a; of a joint, ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V.1495. II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr.236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R.405c, cf. Euthd.302b. 2 turn and change, κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr.1134; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117. III to be always engaged in or about, ἐν τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Pl.Tht.194b; περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph.1004b22, cf. Phld.Rh.2p.124S. 2 generally, to be at large, go about, ἀνειμένη στρέφει S.El.516; ἐν κυσὶν . . ἐστράφην λύκος Sol.37.6; στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139 S.; of things, to be rife, ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23. 3 of places, τόποι ἐπὶ . . τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards... Plb.2.15.8, etc. C in strict med. sense, turn about with oneself, take back, στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC1416. D intr. in Act., like Pass., turn about, Il.18.544,546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32; στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3; ποῖ στροφαὶ . . μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr.738, cf. E.Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8; ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42.
German (Pape)
[Seite 953] fut. στρέψω, aor. ἔστρεψα, στρέψασκον Il. 18, 546; perf. ἔστροφα, Theogn. bei Ath. III, 104 c, vgl. Lob. zu Phryn. 578; perf. pass. ἔστραμμαι; aor. ἐστρέφθην, in Prosa nur Plat. Polit. 273 c; ion. u. dor. ἐστράφθην, Theocr. 7, 132; att. gew. aor. II. ἐστράφην, u. so στραφήσομαι, Plat. Rep. VII, 518 d; – drehen, wenden, biegen; ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520; στρέψ' ἵππους ἐπ ὶ νῆα, 15, 205; ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππ ους, lenken, Il. 17, 699, vgl. 8, 168. 20, 488; ἔριδα, den Wettkampf verflechten, verschlingen, Pind. N. 4 extr., vgl. Dissen, hergenom men von der Kunstsprache der Ringer, den Gegner fassen und umwerfen; ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σα υτήν, Aesch. prom. 710; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν, Eum. 621; διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος σάκος, Soph. Ai. 572, πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε, Eur. Phoen. 460, ἔμπαλιν κάρα, I. A. 1549; ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα, Ar. Nubb. 1438, ὄμμα πρὸς τὸ φανόν, Plat. Rep. VII, 518 c; auch umwerfen, σεισμός νιν ἔστρεψε χθονός, Eur. l. T. 1166, das Unterste zu oberst kehren, umstürzen, ὅπῃ στρέφεις τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω, Plat. Gorg. 511 a, vgl. Phaedr. 278 d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους, τοὺς διαιτητάς, πάνθ' ὅσ' ἂν βούληται στρέφει, Dem. 21, 91; zusammendrehen, σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα, Xen. An. 4, 7, 15; auch spinnen, ἀΐδιος ἡ δουλεία γίγνεται ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη, Luc.; – verdrehen, verrenken, στραφῆναι τὸν πόδα, Her. 3, 129, wo nachher folgt ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων; vgl. Plat. Legg. VII, 789 e; daher auch = die Glieder auf der Folter ausrecken, foltern, martern, übertr., οἱ μῦθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν, Plat. Rep. I, 330 e; στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα, es quält mich im Leibe, ich habe Leibschneiden, Antiphan. com. bei Ath. III, 123 b; auch pass. κλονοῦνται καὶ στρέφονται τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 11, 44. – Uebertr., στρέφειν τι φρεσίν, στρέφειν βουλὴν ἐν ἑαυτῷ, Etwas in der Seele hin-u. herwenden, es von allen Seiten betrachten, animo volvere, Eur. Hec. 740; Ael. H. A. 10, 48. – Pass. sich drehen, wenden, sich herumdrehen, sich hin- u. herwenden, ἥ τ' αὐτοῦ στρέφεται, Il. 18, 488; στρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, 24, 5; ἔμελλεν στρέψεσθ' ἐκ χώρης, 6, 516, sich abwenden und fortgehen; στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν, 15, 645; χερσὶν ἀώτου στρεφθεὶς ἐχόμ ην, Od. 9, 435, vgl. 16, 352, sich andrücken, anschmiegen; στραφεὶς οὕτως ἴω; umgewandt, Soph. Ant. 315, vgl. O. C. 1644; auch med., στρέψαι στράτευμ' ἐς Ἄργος, wende es mit dir zurück, 1418; u. übertr., κἂν σοῦ στραφείη θυμός, Tr. 1124; sich an Etwas lehren, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, Ai. 1096. – Gew. wie versari, sich an einem Orte drehen und wenden, daselbst verweilen, verkeh ren, auch übertr., sich womit beschäftigen, ἔν τινι, ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα, Plat. Theaet. 194 b; Solon bei Dem. 19, 255 v. 23 vrbdt auch ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά. – Uebertr., στροφὰς στρέφεσθαι, Wendungen machen, Ränke spinnen, schmieden, Plat. Rep. III, 405 c; ἄπορόν τινα στροφὴν ἐστρεφόμην ἤδη, Euthyd. 302 b; dah. τί ταῦτα στρέφει; Ar. Ach. 363, warum schmiedest du diese Ränke? vgl. Eur. Hec. 750; – sich wenden, sich sträuben, τί δῆτα ἔχων στρέφει; Plat. Phaedr. 236 e, vgl. στρέφεται ἄνω καὶ κάτω ἐπικρυπ τόμενος τὲν αὑτοῦ ἀπορίαν, Lach. 196 b, wie Ion 541 e. – Intrans., sich wenden, ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο, Il. 18, 544, wo man aus dem vorhergehenden Verse ζεύγεα ergänzen kann, wie Od. 10, 528, εἰς Ἔρεβος στρέψας, ὄϊς. So auch Xen. An. 4, 3, 26, Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔθετο, sc. στρατιώτας, er ließ gegen die Karduchen Kehrt, d. i. Front machen; vgl. ib. 32, οἱ Ἕλληνες τὰ ἐναντία στρέψαντες ἔφευγον.
Greek (Liddell-Scott)
στρέφω: Ἰλ., Ἀττ.· Ἐπικ. παρατ. στρέψασκον Ἰλ. Σ. 546· ― μέλλ. στρέψω Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔστρεψα, Ἐπικ. στρέψα· ― πρκμ. ἔστροφα (ἀν-) Θεόγνητ. ἐν «Φάσματι» 1. 8, (ἐπ-) Πολύβ. 5. 110, 6, (μετ-) Ἀριστείδ. ― Μέσ., Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. στρέψομαι αὐτόθι· ἀόρ. ἐστρεψάμην Σοφ. Ο. Κ. 1416, (κατα-) Θουκ.· ― παθ. πρκμ. ἔστραμμαι (ἐν μέσῃ σημασίᾳ), ἴδε καταστρέφω. ― Παθητ., μέλλ. στρᾰφήσομαι (ἀνα-) Ἰσοκρ. 95Α, (δια-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 175, Ὄρν. 177, (μετα-) Πλάτ. Πολ. 518D, (συσ-) Ἱππ. 242. 33· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. ἀποστρέψομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 36· ― ἀόρ. α΄ ἐστρέφθην συχν. παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ.)· Ἰων. καὶ Δωρ. ἐστράφθην Σώφρων 81, Θεόκρ. 7. 132, καὶ Ἡρόδ. 1. 130 ἐν συνθέσει, (ἀλλὰ στραφῆναι ὁ αὐτ. 3. 129)· ― ἀόρ. β΄ ἐστράφην [ᾱ] Σόλων 36. 6, ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγικ. καὶ σχεδὸν ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς καθόλου, ἀλλὰ πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 1128, Πλάτ. Πολιτ. 273Ε. (Ἐκ τῆς √ ΣΤΡΕΦ παράγονται ὡσάυτως τὰ στροφή, στρόφιγξ, στροφάλιγξ, κτλ.· γίνεται ΣΤΡΕΒ ἐν τοῖς στρεβλός, στρέβλη, στρόβος, στρόβῑλος, στράβων, καὶ λαμβάνει μ πρὸ τοῦ β ἐν τοῖς στρόμβος, στρομβέω. ― Εἰ καὶ μεγάλη ἡ πρὸς τὸ τρέπω ὁμοιότης, ἡ σύγκρισις τῶν παραγώγων τοῦ στρέφω (στρεβλός, στρόβος, κτλ.) πρὸς τὰ τοῦ τρέπω (μάλιστρα Λατιν. torqneo) δεικνύει ὅτι αἱ ῥίζαι εἶναι διάφοροι). Στρέφω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἢ κατὰ μέρος, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Ὀδ. Δ. 520· ἵππους στρ., στρέφω τοὺς ἵππους, Ἰλ. Θ. 168, Ὀδ. Ο. 205, κτλ.· (ἀντὶ Ἰλ. Σ. 544, 546, ἴδε κατωτ. Δ)· οὕτω, στρ. πηδάλιον Πινδ. Ἀποσπ. 15· τὸν οἴακα Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγχ.» 1. 5, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3. 4· σάκος Σοφ. Αἴ. 575· ἐπὶ προσώπων, ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σαυτὸν Αἰσχύλ. Πρ. 707· πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε Εὐρ. Φοίν. 457, πρβλ. Ἑκ. 344· πάλιν στρέψεις κάρα ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1152· ὄμμα πανταχῇ στρέφων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 68· στρ. ἀνταυγεῖς κόρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 902· ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1455· πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον Εὐρ. Ἱκέτ. 413· στρατὸν πρὸς ἀλκὴν Ἀνδρ. 1149· διατάττω στρατιώτας νὰ κάμωσι στροφήν, Ξεν. Λακ. 11, 9· ἴδε κατωτ. Δ. 2) κάμνω τι νὰ στραφῇ περὶ τὸν ἄξονά του, κεραμικὴν γαῖαν στρ., δηλ. ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Σαννυρ. ἐν «Γέλωτι» 4· τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφεις ἑαυτόν, μήτε .. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγὰς Πλάτ. Πολιτικ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 617Α, Ἐπιν. 977Β. ΙΙ. πάντ’ ἄνω τε καὶ κάτω στρ., στρέφω ἄνω κάτω, ἀνακατώνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· οὕτω, κάτω στρ. Σοφ. Ἀντ. 717, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 733· στρ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Γοργ. 511Α, πρβλ. Εὐθύδ. 276D· ἄνω κάτω στρ. Δημ. 544. 2· οὕτω, δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται Εὐρ. Μήδ. 411· καὶ μόνον στρέφειν, ἀναστρέφειν, ἀνατρέπειν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1166, Ἀποσπ. 548· γῆν στρ., ἀνοίγω, ἀνασκάπτω διὰ τῆς σκαπάνης ἢ τοῦ ἀρότρου, Ξεν. Οἰκ. 16. 25· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πάσας στρ. στροφάς, δοκιμάζω πᾶν εἶδος στροφῆς, Πλάτ. Τίμ. 43D· ― στρ. πανταχῇ τὰ γράμματα, μεταβάλλω καὶ τροποποιῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· μετ’ ἀπαρ., μετατρέπω τι οὕτως ὥστε .., εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι Εὐρ. Μήδ. 416. ΙΙΙ. συστρέφω, κλώθω σχοινίον, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15· στρ. τὸν σφυρόν, ἐξαρθρῶ, στρεβλώνω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4· (οὕτω, στραφῆναι τὸν πόδα Ἡρόδ. 3. 129, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 789Ε). 2) μεταφορ., ἐπὶ πόνου στρεβλώσεως ἢ συστροφῆς, συστρέφω, βασανίζω, κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1131, Ἀποσπ. 80, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44· ἴδε ἐν λέξ. στρόφος ΙΙ, στροφέω· οὕτω, στρ. τὴν ψυχήν, βασανίζω, ἐξεγείρω, ἐκφοβῶ, πτοῶ, Πλάτ. Πολ. 330D. 3) ἐπὶ διαφθορῶν ἐν τῇ μουσικῇ, ἴδε κάμπτω ΙΙΙ. IV. συστρέφω, περιστρέφω, κλώθω, πλέκω, σπάρτα ἐστραμμένα Ξεν. Ἀνάβ. 4. 7, 15, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 411· κλώθω, νήθω, ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 7· μεταφορ., στρ. μεγάλας περιόδους Πλούτ. 2. 235Ε. V. ὡς τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ παλαιστῶν, συστρέφω, πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνατρέπω τὸν ἀντίπαλον, Πολυδ. Γ΄, 155, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ― μεταφορ., ἔριδα στρέφειν Πινδ. Ν. 4. 151. VI. μεταφορ., ἀναστρέφω τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, σκέπτομαι, Λατιν. consilimm animo volvere, ἀπολ., τί στρέφω τάδε; Εὐρ. Ἑκ. 750· πρὸς ἀλλήλους Λουκ. Ἀλέξ. 8· βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Αἰλ. π. Ζ. 10. 48· τὸ πρᾶγμα πανταχῇ στρέφων ἀγαγεῖν εἴς τινα Δημ. 552. 13. VII. στρέφω μακρὰν τῆς πρεπούσης φορᾶς, μεταστρέφω, ἰδιοποιοῦμαι ξένα χρήματα, Λυσ. 905. 4. Β. Παθ. καὶ μέσ., συστρέφομαι ἢ περιστρέφομαι, στρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Ἰλ. Ε. 40, 475, κτλ.· ἔν τε κύνεσσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται Μ. 43· ἔνθα καὶ ἔνθα στρέφεσθαι, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνησύχως ἀναστρεφομένου ἐν τῇ κλίνῃ, Ω 5· τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ’ ὅλην; Ἀριστοφ. Νεφ. 36, πρβλ. Ἄμφ. ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 2) στρέφομαι πρός τι πρᾶγμα ἢ ἀπὸ τινος πράγματος, ὡς δηλοῦσι τὰ συμφραζόμενα, ἔμελλεν στρέψεσθ’ ἐκ χώρης Ἰλ. Ζ. 516· στρέφω ὀπίσω, Ο. 645· ἐπιστρέφω, Σοφ. Ο. Κ. 1648, Ἀντ. 315, κτλ.· στραφέντες ἔφευγον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 63, πρβλ. Ἀν. 3. 5, 1, κτλ.· ποῖ στρέφει; ποῦ φεύγεις; Ἀριστοφ. Θεσμ. 230, 610. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, περιστρέφομαι ἐν κύκλῳ, Ὀδ. Ε. 274, Πλάτ. Τίμ. 40Β· ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 617Α· ἐπὶ ἄρθρου ἢ ἁρμοῦ, ἐν ἄρθροις στρ. κοτυληδὼν Ἀριστοφ. Σφ. 1495. ΙΙ. περιστρέφομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐπὶ παλαιστοῦ πειρωμένου νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν ἀντίπαλον· καὶ οὕτως ἐν συζητήσει, περιστρέφομαι καὶ ἐκκλίνω, τί ταῦτα στρέφει; ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 385· τί δῆτα ἔχων στρέφει; Πλάτ. Φαῖδρ. 236Ε, κτλ.· πάσας στροφὰς στρέφεσθαι, κατὰ πάντα τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 405C, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1, Εὐθύδ. 302C, στροφὴ Ι. 2. 2) μεταστρέφομαι καὶ μεταβάλλομαι, κἂν σοῦ στραφείη θυμὸς Σοφ. Τρ. 1134· στρεφόμενα λέγων, λέγων λόγους ἔχοντας δύο σημασίας, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 15· μετὰ γενικ. τῆς αἰτίας, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, δὲν ἤθελον στραφῇ δι’ οἱονδήποτε θόρυβον ἰδικόν σου (ὅσον καὶ ἂν ἤθελες θορυβήσῃ), ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1117· πρβλ. ἐπιστρέφω Ι. 3. ΙΙΙ. προσκολλῶμαι, προσάπτομαι, νωλεμέως στρεφθεὶς Ι. 435, Π. 362· ― ἀκολούθως ἁπλῶς ὡς τὸ Λατιν. versiri, εἶμαι ἀείποτε ἐνησχολημένος, ἔν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 194Β, πρβλ. 181C· περί τι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 20. 2) καθόλου, περιφέρομαι, ἀνειμένη στρέφει Σοφ. Ἠλ. 516· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄφθονος, ἐπιπολάζω, ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακὰ Σόλων 15. 23. 3) ἐστραμμένος, -η, -ον, ἐπὶ τόπων, ἐστρ. ἐπὶ τόπων, κείμενος πρός .., Πολύβ. 2. 15, 8. κτλ. Γ. ἐν κυρίως μέσῃ σημασ., περιφέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὀπίσω, Σοφ. Ο. Κ. 1416. Δ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς τὸ παθητ., περιστέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Ἰλ. Σ. 544, 546, ― ἔνθα ὅμως ἠδυνάμεθα νὰ νοήσωμεν τὴ αἰτ. ζεύγεα ἐκ τοῦ στίχ. 543, ὡς δυνάμεθα νὰ νοήσωμεν τὸ ὄϊς ἐν Ὀδ. Κ. 528, καὶ ἵππους ἐν Ξεν. Ἱππ. 7, 18· ἐπὶ στρατιωτῶν, κάμνω κλίσιν, στροφὴν ἢ μεταβολήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 26, καὶ 32· στρέψαντες ἀπεχώρουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 3· ὁ στρέφων κύκλος ἡλίου Σοφ. Ἀποσπ. 771, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1154· στρέψαι δεῦρ’, ἐπὶ τοῦ κωμικοῦ χοροῦ, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Παιδαρίῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
f. στρέψω, ao. ἔστρεψα, pf. ἔστροφα;
Pass. f. στρεφθήσομαι, f.2 att. στραφήσομαι, ao. rare ἐστρέφθην, ao.2 ἐστράφην, pf. ἔστραμμαι;
A. tr. tourner :
I. litt. tourner, acc.;
II. retourner : τὴν γῆν XÉN la terre ; ἄνω καὶ κάτω ESCHL, ἄνω κάτω DÉM tourner sens dessus dessous, retourner, bouleverser;
III. enrouler, tortiller ; tresser ; p. ext. ourdir une trame, filer ; fig. élaborer comme une trame (de grandes périodes d’un discours);
IV. tordre, d’où
1 démettre par une luxation ou une entorse, tordre, luxer, acc.;
2 tordre par des tranchés, des coliques, des douleurs en gén.
V. fig. tourner et retourner par la pensée, rouler dans son esprit, méditer, acc.;
B. intr. 1 se tourner;
2 se détourner, càd faire face : πρός τινα à qqn ; tourner le dos;
Moy. στρέφομαι (f. στρέψομαι, ao. ἐστρεψάμην, ao.2 Pass. ἐστράφην);
I. se tourner, se retourner, d’où
1 aller et venir;
2 se tourner en tous sens;
II. se détourner, s’éloigner : ἐκ χώρης IL d’un pays ; στραφέντες ἔφευγον XÉN ils firent demi-tour et tentèrent de s’enfuir ; fig. se détourner, cesser en parl. de la colère;
III. s’enrouler : χερσίν τινος OD enrouler ses mains à qch, s’accrocher les mains à qch;
IV. tourner dans le même lieu, d’où
1 séjourner, s’arrêter;
2 fig. tourner autour de, s’attacher à ; prendre soin de, se soucier de, gén.;
V. se tourner et se retrourner, s’agiter, particul. pour intriguer.
Étymologie: R. Στραφ tourner ; cf. στροφή ; apparentée à la R. Στραβ, v. στρεβλός, etc.
English (Autenrieth)
aor. στρέψα, iter. στρέψασκον, mid. ipf. ἐστρέφετο, fut. inf. στρέψεσθαι, pass. aor. ἐστρέφθην: turn around the other way (more than τρέπω), twist; of a chariot in battle or the race, Il. 23.323; intrans, of ploughing, Il. 18.544, 546; mid. and pass., turn oneself about (to and fro), twist, Il. 24.5, Il. 12.42; ‘twisting myself’ into his wool, Od. 9.435.
English (Slater)
στρέφω
1 turn round τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (Wyttenbach: στρέφοιαν codd.: sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6* δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον (sc. Τύχα) fr. 40. c. acc. cogn., οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων (ἐλλείπει δὲ τὸ τις. Σ: στρέφοις coni. Schr.: a met. from wrestling, cf. Pollux, 3. 115: what a weaving, twisting struggle could he wage ) (N. 4.93)
Spanish
revolver, hacer girar, dar vueltas a, darse la vuelta
English (Strong)
strengthened from the base of τροπή; to twist, i.e. turn quite around or reverse (literally or figuratively): convert, turn (again, back again, self, self about).
English (Thayer)
1st aorist ἐστρεψα; passive, present στρέφομαι; 2nd aorist ἐστράφην; from Homer down; the Sept. for הָפַך, also for שָׂבַב, etc.; to turn, turn round: τί τίνι, to turn a thing to one, T Tr WH in ἀποστρέφω, to bring back; see ἀποστρέφω, 2); reflexively (Winer s Grammar, § 38,1; Buttmann, § 130,4), to turn oneself (i. e. to turn the back to one; used of one who no longer cares for another), Winer's Grammar, 469 (437)); τί εἰς τί, equivalent to μεταστρέφω, to turn one thing into another, to turn oneself: στραφείς followed by a finite verb, having turned etc., L T Tr WH); στραφείς πρός τινα, followed by a finite verb (turning unto etc., or turned unto and etc.), Rst L T), στρέφεσθαι εἰς τά ὀπίσω, to turn oneself back, εἰς τά ἔθνη, ἐστράφησαν (ἐν L T Tr WH) ταῖς καρδίαις αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον (R. V. they turned back in their hearts unto Egypt) i. e. to their condition there, to turn oneself namely, from one's course of conduct, i. e. to change one's mind (cf. Winer's Grammar, as above): L T Tr WH in ἀναστρέφω, ἀποστρέφω, διαστρέφω, ἐκστρέφω, ἐπιστρέφω, καταστρέφω, μεταστρέφω, σὑν᾿στρέφω, ὑποστρέφω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, -άω και δ. αν. στρόφω Α
1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τον δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό δρόμο και χάθηκε» γ. «πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε», Ευρ.)
2. (μτβ.) γυρίζω κάτι επί τόπου, μετακινώ κάτι γύρω από τον πραγματικό ή νοητό άξονά του, περιστρέφω (α. «στρέφω την τανάλια» β. «στρέφω τα μάτια» γ. «καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῡ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον», Ηρόδ.)
3. κατευθύνω κάτι από μία κατάσταση σε άλλη (α. «έστρεψε την προσοχή του σε άλλα ενδιαφέροντα» β. «πόλιν πρὸς ἴδιον κέρδος στρέφειν», Ευρ.)
4. (αμτβ.) μεταβάλλομαι (α. «στρέφου μηδ' αλλάσσου», Ερωτόκρ.
β. «ἔστρεψε δὲ ὁ θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) επιστρέφω («ωσά γεράκια στρέψασι να ξανατρέξουν πάλι», Ερωτόκρ.)
2. (μέσ. και παθ.) στρέφομαι
α) αλλάζω μέτωπο ή κατεύθυνση (α. «στράφηκε προς το μέρος μας» β. «ο ποταμός στράφηκε προς τα πίσω»)
β) κινούμαι κυκλικά, γυρίζω γύρω από τον άξονα μου, περιστρέφομαι («ο τροχός άρχισε να στρέφεται σιγά σιγά»)
3. φρ. «στρέφω τα νώτα»
α) υποχωρώ
β) μτφ. παραιτούμαι από μια προσπάθεια
αρχ.
1. μεταβάλλω τη στάση ή τη διεύθυνση ενός πράγματος, μετακινώ κάτι επί τόπου («στρέψ' ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῑνα θαλάσσης», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω κάποιον να κάνει στροφή
3. (αμτβ.) παίρνω κλίση ή κάνω μεταβολή («Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔθετο», Ξεν.)
4. δίνω κάτι πίσω («μεταμεληθεὶς ἔστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ)
5. (αμτβ.) α) αποσύρομαι («στρέψον τι, δούλη», Ηρωδιαν.)
β) κατευθύνομαι
γ) (για μέλος του ανθρώπινου σώματος) νοσώ («βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβυρίζει», Ιπποκρ.)
6. ανατρέπω, αναστρέφω κάτι («αὐτόματον ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός;», Ευρ.)
7. (ως τεχνικός όρος για τους παλαιστές) ανατρέπω τον αντίπαλο
8. τροποποιώ, μετατρέπω («στρέφειν πανταχή τά γράμματα» Πλάτ.)
9. μεταβάλλω τη φύση ενός πράγματος («τοῡ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων», ΠΔ)
10. ιδιοποιούμαι ξένα χρήματα («ὥστε οὐκ ἔχων ὅποι στρέψοιε τὰ χρήματα», Λυσ.)
11. εξαρθρώνω
12. βασανίζω (α. «κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα», Αντιφάν.
β. «οἱ μύθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
13. (σχετικά με μουσ. κομμάτι) κάνω λάθος κατά την εκτέλεση
14. πλέκω με περιστροφή
15. κλώθω
16. (μέσ. και παθ.) α) κινούμαι εδώ κι εκεί («τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην», Αριστοφ.)
β) κινούμαι προς κάτι ή φεύγω από κάπου («ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης», Ομ. Ιλ.)
γ) παίρνω κάτι μαζί μου («στρέψαι στράτευμα ἐς Ἄργος ὡς τάχιστα γε», Σοφ.)
δ) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλο
ε) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι («κἄν σοῡ στραφείη θυμός», Σοφ.)
στ) περιστρέφομαι κυκλικά
ζ) (για αφηρημένες έννοιες) είμαι απασχολημένος πάντοτε με κάτι («περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ή σοφιστική», Αριστοτ.)
η) περιφέρομαι («στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια», Φιλόδ.)
θ) (για πράγμ.) είμαι άφθονος («ταῡτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά»
Σοφ.)
ι) (για τόπο) κείμαι, βρίσκομαι
17. μτφ. α) σκέπτομαι, κλώθω στο μυαλό του («τί στρέφω τάδε;», Ευρ.)
β) μέσ. μηχανώμαι («πάσας στροφὰς στρέφεσθαι», Πλάτ.)
18. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρεφόμενα
λόγοι με διττή σημασία ή ερμηνεία
19. φρ. α) «ποῑ στρέφει;» — πού φεύγεις;
β) «στρέφεσθαι μετόπισθεν» — το να γυρίζει κανείς πίσω
γ) «στρέφειν ἄνω καὶ κάτω» — κινώ κάτι πάνω κάτω, το ανακατεύω
δ) «γῆν στρέφειν» — το να ανασκάπτει κανείς τη γη με τη σκαπάνη ή με το άροτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στρέφω παρουσιάζει όλη την μεταπτωτική ποικιλία του θ. στρεφ- και σημασιολογικά αντικατέστησε το αρχαιότερο σύστημα των ρ. εἰλύω, εἰλέω και της λ. σπεῖρα. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος ανάγονται οι τ. στρόφος και στροφή, στη συνεσταλμένη βαθμίδα ο παρακμ. ἔστραμμαι και ο παθ. αόρ. β' ἐστράφην, ενώ στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ο επιτ. ενεστ. τ. στρωφῶ. Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγονται οι τ. στρέψις και στρέμμα. Το ρηματ. επίθ. στρεπτός, εξάλλου, πρέπει να σχηματίστηκε υστερογενώς από την απαθή βαθμίδα του θέματος αντί της αναμενόμενης συνεσταλμένης. Από το ίδιο θ. με το ρ. στρέφω αλλά με ηχηρό μέσο σύμφωνο -β- (πιθ. λόγω του δημοφιλούς χαρακτήρα τών τύπων) έχουν σχηματιστεί τα επίθ. στρεβ-λός (πρβλ. τυφλός, χω-λός) και στραβ-ός και τα ουσ. στρόβ-ος, στρό-μ-β-ος, στροιβ-ός (για την εναλλαγή δασέος και μέσου συμφώνου στο θέμα, πρβλ. και τρέφω: θρόμβος, στείβω: στῖφος). Αν υποτεθεί, τέλος, ότι το μυκην. kusutoroqa αποδίδει τη λ. συστροφή, θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι η ρίζα του ρήματος είχε χειλοϋπερωικό φθόγγο.
ΠΑΡ. στρέμμα, στρεπτικός, στρεπτός, στρέψη, στροφή, στρόφος
μσν.- νεοελλ.
στρέψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρεψοδικώ
αρχ.
στρεψαύχην, στρεψηλάκατος, στρεψίκερως, στρεψίμαλλος, στρεψίμελος, στρεψοδικοπανουργία
νεοελλ.
στρεψόδικης, στρεψόδικος. (Β' συνθετικό) αναστρέφω, αντεπιστρέφω, αντιστρέφω, αποστρέφω, διαστρέφω, επιστρέφω, καταστρέφω, μεταστρέφω, περιστρέφω, συναναστρέφω / -ομαι, συστρέφω
αρχ.
εκστρέφω, ενστρέφω, παραστρέφω, προστρέφω, υποστρέφω
νεοελλ.
γοργοστρέφω, επαναστρέφω, μισοκαταστρέφω, ξαναστρέφω, σιγοστρέφω].
Greek Monotonic
στρέφω: Επικ. παρατ. στρέψασκον, μέλ. στρέψω, αόρ. αʹ ἔστρεψα, Επικ. στρέψα· παρακ. ἔστροφα — Μέσ., μέλ. στρέψομαι, αόρ. αʹ ἐστρεψάμην· Παθ. παρακ. ἔστραμμαι (με Μέσ. σημασία) — Παθ., μέλ. στρᾰφήσομαι, αόρ. αʹ ἐστρέφθην, Ιων. και Δωρ. ἐστράφθην, αόρ. βʹ ἐστράφην·
Α. I. στρέφω εδώ κι εκεί ή προς ένα μέρος, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, στρίβω, σε Όμηρ. κ.λπ.· στρέφω ἵππους, οδηγώ σε στροφή τα άλογα ή οδηγώ τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· στρέφω σάκος, σείω την ασπίδα, σε Σοφ.
II. ἄνω καὶ κάτω στρέφω, στρέφω, γυρίζω πάνω κάτω, αναποδογυρίζω, ανακατεύω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ομοίως, κάτω στρέφω, σε Σοφ.· επίσης, στρέφειν μόνον, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, σε Ευρ.
III. 1. συστρέφω, στρίβω σχοινί, πλέκω, σε Ξεν.
2. μεταφ., λέγεται για πόνο, εξαρθρώνω, υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
IV. συστρέφω, πλέκω, κλώθω, ἐστραμμένα, σε Ξεν.· γνέθω, κλώθω, σε Λουκ.
V. μεταφ., στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέφτομαι, τί στρέφω τάδε; σε Ευρ., Δημ.
VI. στρέφω μακριά από τη σωστή πορεία, παρεκτρέπω, σφετερίζομαι ξένα χρήματα, καταχρώμαι, σε Λυσ. Β. Παθ. και Μέσ.,
I. 1. συστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρέφομαι εδώ κι εκεί, στροφογυρνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔνθα καὶ ἔνθα στρέφεσθαι, λέγεται για κάποιον που στριφογυρίζει συνεχώς στο κρεβάτι του, στο ίδ.
2. στρέφομαι προς ή από κάτι, στρέφομαι προς τα πίσω, επιστρέφω, γυρίζω την πλάτη, στο ίδ., σε Σοφ.· στραφέντες ἔφευγον, σε Ξεν.
3. λέγεται για ουράνια σώματα, περιστρέφομαι κυκλικά, σε κυκλική τροχιά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άτρακτο (ρόκα, όργανο για το γνέσιμο), σε Πλάτ.
II. 1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι, όπως ο παλαιστής που προσπαθεί να εξαπατήσει τον αντίπαλό του· ομοίως, σε συζήτηση ή επιχειρηματολογία, παρεκκλίνω, δολιχοδρομώ, προκαλώ σύγχυση, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, μηχανορραφώ, χρονοτριβώ, τί ταῦτα στρέφεις; γιατί παρεκκλίνεις έτσι από το θέμα; σε Αριστοφ.· τί δῆτα ἔχων στρέφει; γιατί λοιπόν συνεχώς δολιχοδρομείς; σε Πλάτ.· πάσας στροφὰς στρέφεσθαι, χρησιμοποιώ κάθε είδους τεχνάσματα, στον ίδ.
2. μεταστρέφομαι και μεταβάλλομαι, σε Σοφ.· τοῦδὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, δεν πρόκειται να στρέψω το βλέμμα μου όσο θόρυβο και να κάνεις, λόγω του θορύβου που κάνεις, στον ίδ.
III. 1. στρέφομαι αποκλειστικά σε κάτι, προσκολλώμαι σ' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., όπως το Λατ. versari, είμαι μονίμως απασχολημένος, σε Πλάτ.
2. γενικά, είμαι άφθονος, περιφέρομαι, συχνάζω, συναναστρέφομαι, σε Σοφ.
3. μτχ. ἐστραμμένος, -η, -ον, λέγεται για τόπους, ἐστρ. ἐπί, αυτός που βρίσκεται, κείται προς, σε Πολύβ. Γ. με αυστηρά Μέσ. σημασία, περιφέρω μαζί μου, λαμβάνω πίσω, ανακαλώ, σε Σοφ. Δ. αμτβ. στην Ενεργ. όπως η Παθ., περιστρέφομαι εδώ κι εκεί, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, κάνω στροφή ή μεταβολή, αλλάζω διεύθυνση, κατεύθυνση, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρέφω, Dor. στράφω, Aeol. στρόφω, ep. aor. στρέψα, iter. στρέψασκον; aor. -θη pass. ἐστρέφθην aor. -η pass. ἐστράφην; perf. ἔστροφα, med. ἔστραμμαι, plqperf. med.-pass. ἐστράμμην, 3 plur. Ion. in samenst. -εστράφατο. act. met acc., caus. doen omkeren, draaien, wenden:; ἵππους de paarden Il. 8.168; ellipt..; στρέψασκον ἀν ’ ὄγμους zij keerden (hun span) langs de voren Il. 18.546; στρέψαι στράτευμα ἐς Ἄργος het leger terugsturen naar Argos Soph. OC 1416; κάρα het hoofd Eur. Med. 1152; ὄμμα de blik Eur. IT 68; κρόκην σ. de inslagdraad wenden (d.w.z. heen en weer door de schering weven) Luc. 56.12; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; τὰς μεσότητας... πάσας σ. στροφάς de intervallen op alle mogelijke manieren wenden en keren Plat. Tim. 43e; overdr..; τὸ πρᾶγμα πανταχῇ στρέφων ‘hoe hij het nu wendde of keerde’ Dem. 21.116; στρέψας σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα door jezelf op het slechte pad te brengen Aristoph. Nub. 1455; retourneren, terugsturen; NT Mt. 27.3; ondersteboven keren, doen omslaan:; βρέτας een godenbeeld Eur. IT 1166; ὑπτίοις κάτω στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται nadat hij (het schip) heeft laten kapseizen, vaart hij met de roeibankjes ondersteboven Soph. Ant. 717; ἄνω καὶ κάτω σ. ondersteboven keren Aeschl. Eum. 651; geneesk. verdraaien, ontwrichten:. τὰ κῶλα de benen Plat. Lg. 789e. (doen) ronddraaien, wentelen:; ἄτρακτον de spoel Hdt. 5.12.4; ἄστρα sterren Plat. Epin. 977b; draaien, vlechten:; σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα stevig in elkaar gevlochten touwen Xen. An. 4.7.15; overdr. (van alle kanten) bekijken, overwegen:; τί στρέφω τάδε; waarom overweeg ik dit (nog)? Eur. Hec. 750; kwellen, folteren:. τὴν ψυχὴν de ziel Plat. Resp. 330e. intrans., m. n. pass., zelden act.; met aor. ἐστράφην en ἐστρέφθην (zich) wenden, keren:; στρεφθεὶς ἐκ χώρης van het land af gekeerd Od. 16.435; στρεφθεὶς μετόπισθεν naar achteren gekeerd Il. 15.645; overdr. met gen..; τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην ik zou niet omkijken naar jouw geraas Soph. Ai. 1117; omkeren, weggaan:; στραφέντες ἔφευγον zij maakten rechtsomkeert en sloegen op de vlucht Xen. Cyr. 3.3.63; ook act..; τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον (de Grieken) maakten rechtsomkeert en vluchtten Xen. An. 4.3.32; ποῖ στρέφει; waar ga je heen? Aristoph. Th. 230; van voortdurend heen en weer gaan:; ὡς δ ’ ὅτ ’ ἂν ἐν (...) κύνεσσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται zoals een everzwijn of leeuw zich wendt en keert te midden van honden Il. 12.42; rondlopen:; ἀνειμένη στρέφῃ onbelemmerd loop je rond Soph. El. 516; woelen:. τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ’ ὅλην; waarom ben je zo onrustig en lig je de hele nacht te woelen? Aristoph. Nub. 36. (rond)draaien, wentelen: bijv. van de Grote Beer; Od. 5.274; van een spinspoel; Plat. Resp. 617a; van een heupgewricht. Aristoph. Ve. 1495. overdr. een uitweg zoeken:; τί δῆτα ἔχων στρέφει; waarom stribbel je dan nog tegen? Plat. Phaedr. 236e; met acc. v. h. inw. obj.. πάσας στροφὰς στρέφεσθαι zich in alle mogelijke bochten wringen Plat. Resp. 405c. overdr. (van gedachten) veranderen:. ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα ψευδὴς καὶ ἀληθὴς γιγνομένη over juist deze dingen verandert en wisselt een mening van onwaar naar waar Plat. Tht. 194b; ἐὰν μὴ στραφῆτε als jullie niet tot inkeer komen NT Mt. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
στρέφω: (fut. στρέψω, aor. 1 ἔοτρεψα - эп. στρέψα, эп. aor. iter. στρέψασκον; pass.: aor. 1 ἐστρέφθην - ион.-дор. ἐστράφθην, aor. 2 ἐστράφην с ᾱ, pf. ἔστραμμαι)
1) поворачивать (οὖρον, ἵππους Hom.; πηδάλιον Pind.; πρόσωπον πρός τινα Eur.; ὄμμα Plat.): στρατὸν στρέψαι πρὸς ἀλκήν Eur. вернуть войско в сражение; ἔνθα καὶ ἔνθα στρέφεσθαι Hom. поворачиваться туда и сюда, т. е. беспокойно метаться; δυσκολαίνειν καὶ στρέφεσθαι τὴν νύχθ᾽ ὅλην Arph. охать и метаться всю ночь; στραφεὶς ἴω; Soph. повернуться мне и уйти?; πάσας σ. στροφάς Plat. поворачивать во все стороны (ср. 2); στρέψασθαι ἐκ χώρης (ὅθι) Hom. вернуться оттуда (где); οἱ ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι τόποι Polyb. обращенные к северу местности; σ. ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Arph. предаться порокам; σ. τι πρὸς κέρδος ἴδιον Eur. обращать что-л. в свою пользу;
2) переворачивать, опрокидывать (σ. κάτω Soph.): ἄνω κάτω σ. τι Dem. опрокидывать что-л. вверх дном; ἄνω τε καὶ κάτω τι σ. Aesch., Plat., Dem. ставить все наголову, т. е. распоряжаться по своему произволу; διπλᾶ στρέψαι τὰ ἐρωτήματα Plat. по-иному поставить те же вопросы; στροφὰς στρέφεσθαι Plat. прибегать к уверткам, изворачиваться;
3) поднимать плугом, вспахивать (τὴν γῆν Xen.);
4) кружить, вращать (τὸν ἄτρακτον Plat.; κύκλῳ στρέφεσθαι Arst.; Ἄρκτος, ἥτ᾽ αὐτοῦ στρέφεται Hom.): ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρέφεσθαι Luc. (о веретене) вертеться на длинной нити, перен. бесконечно тянуться;
5) вить, крутить, скручивать (σπάρτα ἐστραμμένα Xen.): χερσίν τινος στρεφθείς Hom. обвившись руками вокруг чего-л.; στραφῆναι τὸν πόδα Her. вывихнуть себе ногу;
6) изменять (τὰ γράμματα Plat.): κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις Soph. твой гнев улегся бы, если бы ты узнал все;
7) мучить, терзать (τινά Arph.; ψυχήν Plat.);
8) обдумывать, обсуждать (τι Eur., Luc.);
9) med., перен. вращаться, находиться, пребывать (ἔν τινι Plat.): περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ διαλεκτική Arph. той же областью (что и философия) занимается диалектика;
10) поворачивать(ся) (ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης Hom.): τάναντία στρέψαι Xen. повернуть в противоположную сторону.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to twist, to turn, intr. a. midd. to twist, turn, to run (Il.).
Other forms: Dor. στράφω? (Nisyros IIIa; quite doubtful), Aeol. στρόφω (EM), aor. στρέψαι, -ασθαι (Il.), Dor. ἀπο-στράψαι (Delph.), pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], rarely Att.), Dor. στραφθῆναι (Sophr., Theoc.), στραφῆναι (Hdt., Sol., Att.), ἀν-εστρέφησαν (young Lac. a.o., Thumb. Scherer 2, 42), fut. στρέψω (E. etc.), perf. midd. ἔστραμμαι (h. Merc.), hell. also ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), act. ἔστροφα (hell.), also ἔστραφα (Plb.).
Compounds: Very often w. prefix in diff. meanings, e.g. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι, κατα-, μετα-, ὑπο-.
Derivatives: A. With ε-vowel: 1. στρεπ-τός twisted, flexible (Il.), m. necklace, curl etc. (IA.) with -άριον (Paul Aeg.). 2. -τικός (ἐπι-, μετα- a.o.) serving to twist (Pl. a.o.). 3. -τήρ m. door-hinge (AP). 4. στρέμμα (περι-, διά- a.o) n. twist, strain (D., medic. a.o.), σύ- στρέφω ball, swelling, round drop, heap, congregation etc. (Hp., Arist., hell. a. late). 5. στρέψ-ις (ἐπι-) f. the turning, turn (Hp., Arist.) with -αῖος, PN -ιάδης. 6. στρεπτ-ίνδα. adv. kind of play (Poll.). 7. ἐπιστρεφ-ής turning to (something), attentive (IA.) witf -εια f. (pap. IIIp). -- B. With o-ablaut: 1. στρόφος m. band, cord, cable (Od.), gripes (Ar., medic.); as 2. member e.g. εὔ (ἐΰ-)στροφος = στρέφω -στρεφής well-twisted, easy to twist, to bend, (Ν599 = 711, E., Pl. etc.) with -φία f. flexibility (hell. a. late); from the prefixcompp. e.g. ἀντίστροφ-ος turned face to face, according (Att. etc.: ἀντι-στρέφω). From it στρόφ-ιον n. breast-, head-band (com., inscr. a.o.), -ίς (περι- a. o.) f. id. (E. a.o.), -ίολος m. edge, border (Hero), -ώδης causing gripes (Hp. a.o.), -ωτός provided with pivots (LXX), -ωμα n. pivot, door-hinge with -ωμάτιον (hell.), -ωτήρ m. oar (gloss.), -όομαι to have gripes (medic. a.o.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι την θύραν, -έω to cause gripes (Ar.); as 2. member e.g. in οἰακοστροφ-έω to turn the rudder (A.) from οἰακο-στρόφος (Pi., A. a..). 2. στροφή (ἐπι-, κατα- etc.) f. the twisting, turning around etc. (IA.) with -αῖος surn. of Hermes (Ar. Pl. 1153; as door-waiter cf. στρο-φεύς] referring to his dexterity [cf. στρόφις). From στροφή or στρόφος: 3. στρόφ-ις m. clever person, sly guy (Ar., Poll.). 4. -άς f. turning (S. in lyr., Arat. a.o.), -άδες νῆσοι (Str. a.o.). 5. -εῖον m. winch, cable etc. (hell. a. late). 6. -εύς m. door-hinge, cervical vertebra (Ar., Thphr. a.o.; Bosshardt 47). 7. -ιγξ m. (f.) pivot, door-hinge (E., com. etc.). 8. -στροφάδην (only with ἐπι-, περι- a.o.) to turn around (ep. Ion.). 9. With λ-enlargement: στρόφ-αλος m. top (V--VIp); -άλιγξ f. vertebra, curve etc. (ep. Il.), -αλίζω to turn, to spin (o 315, AP). -- C. With lengthened grade: iter. intens. στρωφ-άω, -άομαι (ἐπι-, μετα- a.o.) to turn to and fro, to linger (ep. Ion. poet. Il.), -έομαι to turn (Aret.). -- D. With zero grade: ἐπιστραφ-ής = ἐπιστρεφ-ής (s. ab.; late). PN Στραψι-μένης (Dor.). -- E. As 1. member a.o. in στρεφε-δίνηθεν aor. pass. 3. pl. they turned around, swindled (H 792; after it in act. Q. S. 13, 7), prob. combination of στρέφομαι and δινέομαι (Schwyzer 645 w. n. 1 a. lit.); for it with nominal 1. member στροφο-δινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψο-δικέω to twist the right (Ar.) beside στρεψί-μαλλος twisting the wool-flakes = with frizzly wool (Ar.); cf. Schwyzer 442.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The above strongly productive group of words can because of its regular system and extension not be very old. On the other hand there is nothing in it, that could point to loans. So an inherited word of recent date with unknown prehistory and without helpful non-Greek agreements (quite doubtful Lat. [Umbr.] strebula pl. n. the meat on the haunches of sacricial animals; on this W.-Hofmann s. v.). A (popular) byform with β is maintained in στρεβλός (s. v.), στρόβιλος, στραβός [this is improbable to me] -- Through στρέφω a. cogn. older words for turn etc., e.g. εἰλέω, εἰλύω and σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον etc. were partly pushed aside or replaced.
Middle Liddell
I. to turn about or aside, turn, Hom., etc.; στρ. ἵππους to turn or guide horses, Il.; στρ. σάκος to sway the shield, Soph.
II. ἄνω καὶ κάτω στρ. to turn upside down, Aesch., Plat.; so, κάτω στρ. Soph.; so, στρέφειν alone, to overturn, upset, Eur.
III. to twist a rope, Xen.
2. metaph. of pain, to twist, torture, Ar., Plat.
IV. to twist, plait, ἐστραμμένα Xen.: to spin, Luc.
V. metaph. to turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; Eur., Dem.
VI. to turn from the right course, divert, embezzle, Lys.
B. Pass. and Mid. to turn oneself, to turn round or about, turn to and fro, Il.; ἔνθα καὶ ἔνθα στρέφεσθαι, of one tossing in bed, Il.
2. to turn to or from an object, to turn back, return, Il., Soph.; στραφέντες ἔφευγον Xen.
3. of the heavenly bodies, to revolve, Od.; of the distaff, Plat.
II. to twist about, like a wrestler trying to elude his adversary; so, in argument, to twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; why d'ye shuffle so? Ar.; τί δῆτα ἔχων στρέφει; why then do you keep shuffling, Plat.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι to twist every way, Plat.
2. to turn and change, Soph.; τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, Soph.
III. to twist oneself up with a thing, stick close to it, Od.:—then, like Lat. versari, to be always engaged, Plat.
2. generally, to be at large, go about Soph.
3. ἐστραμμένος, η, ον, of places, ἐστρ. ἐπὶ τόπον turned towards, Polyb.
C. in strict Mid. sense, to turn about with oneself, take back, Soph.
D. intr. in Act., like Pass. to turn about, Il.; of soldiers, to wheel about, Xen.
Frisk Etymology German
στρέφω: στρέφομαι (seit Il.),
{stréphō}
Forms: dor. στράφω? (Nisyros IIIa; ganz fraglich), äol. στρόφω (EM), Aor. στρέψαι, -ασθαι (Seit Il.), dor. ἀποστράψαι (Delph.), Pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], selten att.), dor. στραφθῆναι (Sophr., Theok.), στραφῆναι (Hdt., Sol., att.), ἀνεστρέφησαν (junglak. u. a., Thumb. Scherer 2, 42), Fut. στρέψω (E. usw.), Perf. Med. ἔστραμμαι (seit h. Merc.), hell. auch ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), Akt. ἔστροφα (hell.), auch ἔστραφα (Plb.),
Grammar: v.
Meaning: drehen, wenden, intr. u. Med. sich drehen, wenden, verkehren.
Composita : sehr oft m. Präfix in verschied. Bedd., z.B. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι, κατα-, μετα-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Mit ε-Vokal: 1. στρεπτός gedreht, biegsam (seit Il.), m. Halskette, Kringel (ion. att.) mit -άριον (Paul Aeg.). 2. -τικός (ἐπι-, μετα- u.a.) zum Drehen dienend (Pl. u.a.). 3. -τήρ m. Türangel (AP). 4. στρέμμα (περι-, διά- u.a) n. Drehung, Verrenkung (D., Mediz. u.a.), σύ- ~ Kugel, Geschwulst, runder Tropfen, Haufen, Versammlung (Hp., Arist., hell. u. sp.). 5. στρέψις (ἐπι-) f. das Wenden, Wendung (Hp., Arist.) mit -αῖος, PN -ιάδης. 6. στρεπτίνδα. Adv. Art Spiel (Poll.). 7. ἐπιστρεφής sich hinwendend, aufmerksam (ion. att.) mit -εια f. (Pap. IIIp). — B. Mit o-Abtönung: 1. στρόφος m. Band, Strick, Seil (seit Od.), Leibschneiden (Ar., Mediz.); als Hinterglied z.B. εὔ (ἐΰ-)στροφος = ~ -στρεφής wohlgedreht, leicht zu drehen, zu biegen, (Ν599 = 711, E., Pl. usw.) mit -φία f. Biegsamkeit (hell.u. sp.); von den Präfixkompp. z.B. ἀντίστροφος gegen einander gekehrt, entsprechend (att. usw.: ἀντιστρέφω). Davon στρόφιον n. ‘Brust-, Kopfbinde’ (Kom., Inschr. u.a.), -ίς (περι- u. a.) f. ib. (E. u.a.), -ίολος m. Kante, Borte (Hero), -ώδης Leibschneiden verursachend (Hp. u.a.), -ωτός mit Zapfen versehen (LXX), -ωμα n. Zapfen, Türangel mit -ωμάτιον (hell.), -ωτήρ m. Ruderriemen (Gloss.), -όομαι Leibschneiden haben (Mediz. u.a.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι τὴν θύραν, -έω Leibschneiden verursachen (Ar.); als Hinterglied z.B. in οἰακοστροφέω das Steuer wenden (A.) von οἰακοστρόφος (Pi., A. u.a.). 2. στροφή (ἐπι-, κατα-usw.) f. das Drehen, Umdrehen (ion. att.) mit -αῖος Bein. des Hermes (Ar. Pl. 1153; als Türwächter vgl. στροφεύς mit Beziehung auf seine Gewandtheit [vgl. στρόφις). Von στροφή od. στρόφος: 3. στρόφις m. gewandter Mensch, Schlaukopf (Ar., Poll.). 4. -άς f. sich drehend (S. in lyr., Arat. u.a.), -άδες νῆσοι (Str. u.a.). 5. -εῖον m. Winde, Seil (hell. u. sp.). 6. -εύς m. Türangel, Halswirbel’ (Ar., Thphr. u.a.; Bosshardt 47). 7. -ιγξ m. (f.) Zapfen, Türangel (F , Kom. usw.). 8. -στροφάδην (nur mit ἐπι-, περι- u.a.) rings sich wendend (ep. ion.). 9. Mit λ-Erweiterung: στρόφαλος m. Kreisel (V—VIp); -άλιγξ f. Wirbel, Krümmung (ep. seit Il.), -αλίζω drehen, spinnen (o 315, AP). — C. Mit Dehnstufe: Iter. intens. στρωφάω, -άομαι (ἐπι-, μετα- u.a.) ‘(sich) hin und her wenden, sich aufhalten’ (ep. ion. poet. seit Il.), -έομαι sich drehen (Aret.). — D. Mit Tiefstufe : ἐπιστραφής = ἐπιστρεφής (s. ob.; sp.). PN Στραψιμένης (dor.). — E. Als Vorderglied u.a. in στρεφεδίνηθεν Aor. Pass. 3. pl. sie drehten sich herum, schwindelten (H 792; danach im Akt. Q. S. 13, 7), wohl Kombination von στρέφομαι und δινέομαι (Schwyzer 645 m. A. 1 u. Lit.); dafür mit nominalem Vorderglied στροφοδινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψοδικέω das Recht verdrehen (Ar.) neben στρεψίμαλλος die Wollflocken drehend = krauswollig (Ar.); vgl. Schwyzer 442.
Etymology : Die obige stark produktive Wortgruppe kann wegen ihres regelmäßigen Aufbaus und Ausbaus kein hohes Alter beanspruchen. Anderseits gibt es darin nichts, was auf Entlehnung hindeuten könnte. Somit ein Erbwort jungen Datums mit unbekannter Vorgeschichte und ohne einleuchtende außergriech. Entsprechung (ganz fraglich lat. [umbr.] strebula pl. n. das Fleisch an den Hüften der Opfertiere; darüber W.-Hofmann s. v.). Eine (volkstümliche) Nebenform mit β ist in στρεβλός (s. d.), στρόβιλος, στραβός u.a. enthalten. —Durch στρέφω n. Verw. wurden ältere Wörter für drehen, z.B. εἰλέω, εἰλύω und σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον usw. z.T. zurückgedrängt bzw. ersetzt.
Page 2,808-809
Chinese
原文音譯:stršfw 士特雷賀
詞類次數:動詞(18)
原文字根:轉
字義溯源:扭轉,轉,回轉,轉變,轉臉,歸,歸向,轉身,轉過來,轉過身來,回轉過來,改變;源自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀλλάσσω) (διαστρέφω)同義字
同源字:1) (ἀναστρέφω)推翻,歸回 2) (ἀποστρέφω)轉回 3) (διαστρέφω)曲解 4) (ἐκστρέφω)誤入歧途 5) (ἐπιστρέφω)歸回 6) (καταστρέφω)顛倒 7) (καταστροφή)推倒 8) (μεταστρέφω / μετατρέπω)更變 9) (στρέφω)扭轉 10) (συστρέφω)共同彎曲
出現次數:總共(20);太(5);路(7);約(4);徒(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 轉過來(5) 太5:39; 太7:6; 太9:22; 太16:23; 約1:38;
2) 轉身(4) 路7:9; 路10:23; 路23:28; 約20:14;
3) 我們就轉(1) 徒13:46;
4) 轉變(1) 啓11:6;
5) 你們⋯回轉(1) 太18:3;
6) 他⋯轉過來(1) 路14:25;
7) 轉臉(1) 徒7:42;
8) 就轉過身來(1) 約20:16;
9) 他轉過來(1) 路7:44;
10) 他轉身(1) 路9:55;
11) 轉過身來(1) 路22:61;
12) 回轉過來(1) 約12:40;
13) 歸(1) 徒7:39