ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
adv.en cachette, en secret.Étymologie: κρυφαῖος.
κρῠφαίως: скрыто, тайно (δρασμὸν εὑρίσκειν τινά Aesch.).
(see also: κρυφαῖος) secretly, by stealth