καταγεύομαι

From LSJ
Revision as of 22:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγεύομαι Medium diacritics: καταγεύομαι Low diacritics: καταγεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katageúomai Transliteration B: katageuomai Transliteration C: katageyomai Beta Code: katageu/omai

English (LSJ)

   A taste, οἴστρου Orac. ap. Phleg.37 J.    2 Medic., examine, probe, τοῦ βάθους Heliod. ap. Orib.46.11.13.    II also as Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1342] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεύομαι: ἀποθ., ἐξετάζω, δοκιμάζω, καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.

Greek Monolingual

καταγεύομαι (AM)
μσν.
παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς
τῇ γεύσει νικηθείς»
αρχ.
1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι
2. εξετάζω.