κοινοφιλής

From LSJ
Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῐλής Medium diacritics: κοινοφιλής Low diacritics: κοινοφιλής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: koinophilḗs Transliteration B: koinophilēs Transliteration C: koinofilis Beta Code: koinofilh/s

English (LSJ)

ές,    A with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).

German (Pape)

[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.

Greek Monolingual

κοινοφιλής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεο-φιλής, λαο-φιλής].

Greek Monotonic

κοινοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.

Russian (Dvoretsky)

κοινοφῐλής: питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).

Middle Liddell

κοινο-φῐλής, ές φιλέω
loving in common, Aesch.