καταμήνιος

From LSJ
Revision as of 23:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμήνιος Medium diacritics: καταμήνιος Low diacritics: καταμήνιος Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: katamḗnios Transliteration B: katamēnios Transliteration C: kataminios Beta Code: katamh/nios

English (LSJ)

ον,    A monthly, of wages, IG12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.UP14.3.    2 hired by the month, BGU1521 (iii B. C.), POxy.2155.8(iv A. D.).    II Subst. καταμηνίη, ἡ (sc. κάθαρσις), = καταμήνια, τά, prob. in IG12(5).646 (Ceos).    2 τὰ κ. menses of women, Hp.Aph.3.28, Arist.GA 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. -μήνιον, τό, Arist.HA573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.in Metaph.699.31.

German (Pape)

[Seite 1363] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμήνιος: -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, ἔμμηνος, ἐπιμήνιος·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν κάθαρσις, ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν αἱμορραγία, ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται ῥόος τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· ὅταν τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «συνήθεια συνηθεῖα, σύνηθα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mensuel ; subst.καταμήνιος PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ καταμήνιος (κάθαρσις), τὰ καταμήνια les menstrues.
Étymologie: κατά, μήν.

Spanish

flujo menstrual

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καταμήνιος, -ον)
(ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνακαταμήνιος κύκλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια
τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο μισθό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καταμηνίη
τα έμμηνα τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «κατά μήνα].