σημαντρὶς
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
γῆ, clay A used for sealing, like our wax, Hdt.2.38.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντρὶς: γῆ, χῶμα ἐν χρήσει εἰς σφράγισιν ὡς παρ’ ἡμῖν νῦν ὁ ἱσπανικὸς κηρός, κοινῶς «βουλλοκέρι», Ἡροδ. 2. 38.