στραγγεία
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ἡ,
A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεία: ἡ, δισταγμός, ὄκνος, μέλλησις, «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄ , 137· ἀλλ’ οὕτως ἀναγνωστέον παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.