τίος
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
τίως, τίω, Dor. genitives of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] böot. = τεός, σός, Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
τίος: τίως, τίω. Δωρικαὶ γενικαὶ τοῦ σύ, Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. 356C.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.