τριχίας

From LSJ
Revision as of 21:06, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίας Medium diacritics: τριχίας Low diacritics: τριχίας Capitals: ΤΡΙΧΙΑΣ
Transliteration A: trichías Transliteration B: trichias Transliteration C: trichias Beta Code: trixi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that is hairy, Poll.4.148 sq.    II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.    III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίαςκάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐχίας: ου ὁ Arst. = τριχίς.