στέλεχος

From LSJ
Revision as of 22:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλεχος Medium diacritics: στέλεχος Low diacritics: στέλεχος Capitals: ΣΤΕΛΕΧΟΣ
Transliteration A: stélechos Transliteration B: stelechos Transliteration C: stelechos Beta Code: ste/lexos

English (LSJ)

εος, τό, also ὁ Luc.VH1.8, Poll.10.166, cj. in Alciphr. 3.55:—   A crown of the root, whence the stem or trunk springs, δρυὸς ἐν στελέχει Pi.N.10.61, cf. Hdt.8.55, Arist.Ath.60.2; αἴγειρος . . δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr. in Philol.80.334.    2 trunk, log, στελέχη φέρειν Ar.Lys.336 (lyr.); ἐκπρεμνίζειν στελέχη D.43.69; εἰσδυόμενος εἰς τὰ σ., of hollow trunks, Arist.HA559a10; κύων σ. ἔτεκε Hecat.15 J.    3 metaph., blockhead, Lysipp.7.

German (Pape)

[Seite 933] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στέλεχος: τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. στέλλω)· ― ἡ κορυφὴ ἢ στεφάνη τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ πρέμνον ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) καθόλου, κορμός, ξύλον, στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., ἄνθρωπος βλάξ, «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
base de la tige ou du tronc ; tige, tronc ; souche.
Étymologie: DELG v. στελεά.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. στέλεχος¹.
Étymologie: DELG v. στελεά.

English (Slater)

στέλεχος
   1 (hollow) trunk of a tree. ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ και στέλεχος, ὁ, Α
βλαστός δέντρου ή φυτού («δρυὸς ἐν στελέχει», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το κύριο σώμα ενός πράγματος, ο κορμός του, σε αντιδιαστολή προς τα τμήματά του
2. το βασικό μέρος διπλότυπου βιβλίου αποδείξεων πληρωμών, εισιτηρίων, λαχείων κ.ά., το οποίο απομένει στον εκδότη
3. τεχνολ. α) ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που αποτελεί λαβή εργαλείου ή μοχλό μηχανής ή άλλο μέρος της
β) (ειδικά) ο στειλεός, το στειλιάρι
4. στρατ. κάθε αξιωματικός, εκτός από τον διοικητή, ή υπαξιωματικός μιας στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας
5. ενεργό και σημαντικό μέλος πολιτικού κόμματος, οργάνωσης, υπηρεσίας ή επιχείρησης (α. «πολιτικό στέλεχος» β. «ηγετικό στέλεχος»)
6. ανατ. ο κύριος κορμός νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται
7. (μικρβλ.) α) καθαρή καλλιέργεια ενός είδους μικροβίου που προέρχεται από έναν και μόνο αρχικό κλώνο, ο οποίος διαφέρει από τους άλλους του ίδιου είδους σε ορισμένους φυσιολογικούς χαρακτήρες
β) σύνολο κυττάρων ή ιών που προέρχονται από τον ίδιο κλώνο και εμφανίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του αρχικού βακτηρίου ή ιού
8. ζωοτ. σχετικά ομογενές σύνολο ζώων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα ορισμένο επίπεδο αποδόσεων
9. φρ. «κύτταρο στέλεχος»
(γενετ.) προγονικό κύτταρο το οποίο δίνει γένεση σε μια κυτταρική γενιά
αρχ.
1. η κορυφή ή η στεφάνη της ρίζας δένδρου από την οποία αρχίζει ο βλαστός
2. κομμάτι ξύλου κομμένου από κορμό δέντρου
3. κοίλος κορμός δέντρου («εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη», Αριστοτ.)
4. μτφ. ανόητος και άξεστος άνθρωπος, κούτσουρο, στειλιάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στέλε-χος έχει σχηματιστεί από το θ. τών στελεά / στελεός, με εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. σέλα-χος, τέμα-χος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί (βλ. και λ. στελεά)].

Greek Monotonic

στέλεχος: τό (στέλλω), στεφάνη, κορυφή ρίζας, από όπου αρχίζει να φύεται ο κορμός, καυλός, κοτσάνι, μίσχος, Λατ. codex, σε Πίνδ., Δημ

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέλεχος -εος, contr. -ους; of -ου τό [στέλλω] (boom)stronk.

Russian (Dvoretsky)

στέλεχος: εος τό, Dem. ὁ
1) нижняя часть ствола, пень Pind., Her., Arst.;
2) бревно, полено Arph., Dem.

Middle Liddell

στέλεχος, εος, τό, στέλλω
the crown of the root, stump, whence the trunk springs, Lat. codex, Pind., Dem.

English (Woodhouse)

trunk, trunk of a tree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)