γιγγρασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A the tone of the γίγγρας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγρασμός: ὁ , ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
ἦχος Hsch.
Full diacritics: γιγγρασμός | Medium diacritics: γιγγρασμός | Low diacritics: γιγγρασμός | Capitals: ΓΙΓΓΡΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: gingrasmós | Transliteration B: gingrasmos | Transliteration C: giggrasmos | Beta Code: giggrasmo/s |
ὁ, A the tone of the γίγγρας, Hsch.
γιγγρασμός: ὁ , ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.
ἦχος Hsch.