ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: μετάβλημα | Medium diacritics: μετάβλημα | Low diacritics: μετάβλημα | Capitals: ΜΕΤΑΒΛΗΜΑ |
Transliteration A: metáblēma | Transliteration B: metablēma | Transliteration C: metavlima | Beta Code: meta/blhma |
-ατος, τό, poet. for μεταβολή, Man.4.522.
[Seite 145] τό, = μεταβολή, Man. 4, 522.
μετάβλημα: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μεταβολή, Μανέθων 2. 522.
μετάβλημα, τὸ (Α) μεταβάλλω
μεταβολή.