πρώξ

From LSJ
Revision as of 21:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώξ Medium diacritics: πρώξ Low diacritics: πρωξ Capitals: ΠΡΩΞ
Transliteration A: prṓx Transliteration B: prōx Transliteration C: proks Beta Code: prw/c

English (LSJ)

ἡ, gen. πρωκός,    A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.

German (Pape)

[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.

Greek (Liddell-Scott)

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερτέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».

Greek Monolingual

-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].

Greek Monotonic

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πρώξ: πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur.

Frisk Etymological English

πρωκός
Grammatical information: f.
Meaning: dewdrop (Theoc., Call.).
Other forms: only pl. πρῶκες.
Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- drop (spotted).
Etymology: Formation like κλώψ, ῥῶπες, τρώξ a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for sprinkle, which left traces in several derived adj., s. περκνός. On the meaning sprinkle : drop cf. esp. Skt. pŕ̥ṣan- spotted, speckled, pr̥ṣatá- m. spotted gazelle (Ved.), drop of water (ep. class.).

Middle Liddell

a dewdrop, Theocr.

Frisk Etymology German

πρώξ: πρωκός,
{prṓks}
Forms: nur pl. πρῶκες
Grammar: f.
Meaning: Tautropfen (Theck., Kall.).
Etymology : Bildung wie κλώψ, ῥῶπες, τρώξ u. a. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); somit wohl eig. ein Nom. agentis "der Tropfer, der Sprenkler" von einem verlorengegangenen Verb für sprenkeln, das in mehreren abgeleiteten Adj. Spuren hinterlassen hat, s. περκνός. Zur Bed. sprenkeln : Tropfen vgl. bes. aind. pŕ̥ṣan- gefleckt, scheckig, pr̥ṣatá- m. gesprenkelte Gazelle (ved.), Wassertropfen (ep. klass.).
Page 2,608