ἐπαφάω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
(v. ἁφάω), A touch on the surface, touch lightly, Hecat.22 J., A.Pr.849, Trag.Adesp.458.7, Pl.Cra.404d:—also in Med., abs., τῷ δακτύλῳ Hp. Mul.2.165: c. gen., ἐ. χερσί τινος Mosch.2.50; κιθάρης AP5.221.1 (Agath.); μουσικῆς Alciphr.3.12: c. acc., παλάμῃ κρᾶτ' ἐπαφησάμενος IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 907] berühren; Aesch. Prom. 951; Hecat. bei Schol. Il. 15, 302; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat. Crat. 404 d. – Gew. med.; Hippocr.; Agath. 10 (V, 222); χειρί τινος, liebkosend streicheln, Mosch. 2, 50; übertr., μουσικῆς Alciphr. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰφάω: (ἴδε ἀφάω), ἐπιψαύω, Ἑκαταῖος 360, Αἰσχύλ. Πρ. 849, Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 1375, Πλάτ. Κρατ. 404D· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἀπολ., Ἱππ. 661. 25· μετὰ γεν., χειρὶ ἐπ. τινὸς Μόσχ. 2. 50· κιθάρης Ἀνθ. Π. 5. 222· μουσικῆς Ἀλκίφρ. 3. 12· μετ’ αἰτ., παλάμῃ κρᾶτ’ ἐπαφησάμενος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 562. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
toucher à la surface, tâter, effleurer.
Étymologie: ἐπαφή.
Greek Monotonic
ἐπᾰφάω: (βλ. ἀφάω), αγγίζω στην επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, ψηλαφίζω, χαϊδεύω, σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰφάω: прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.).
Middle Liddell
[ϝ. ἀφάω]
to touch on the surface, stroke, Aesch.:—Mid., c. gen., Mosch.