ἕλκυσμα

From LSJ
Revision as of 22:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκυσμα Medium diacritics: ἕλκυσμα Low diacritics: έλκυσμα Capitals: ΕΛΚΥΣΜΑ
Transliteration A: hélkysma Transliteration B: helkysma Transliteration C: elkysma Beta Code: e(/lkusma

English (LSJ)

ατος, τό,    A that which is drawn, i.e. spun wool, Hsch.s.v.ἀφρῖνον (pl.).    2 pl., κυνῶν ἑ. bodies torn by dogs, Man.4.200.    3 = σκωρία, dross of silver, because drawn off with a hook, Dsc.5.86, Gal.12.236, Orib.Fr. 90.

German (Pape)

[Seite 799] τό, das Gezogene, – a) gesponnene Wolle, VLL. – b) das Davongeschleppte, die Beute, Man. 4, 200. – c) der Abgang beim Schmelzen des Silbers, = σκωρία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκυσμα: τό, τὸ ἑλκόμενον, τὸ κλωθόμενον ἔριον, νῆμα, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀφρῖνον. 2) = ἕλκημα, σπάραγμα, κυνῶν θ’ ἑλκύσματα Μανέθων 4. 200. 3) = σκωρία ἀργύρου, ἡ δὲ τοῦ ἀργύρου σκωρία καλεῖται ἕλκυσμαἔγκαυμα Διοσκ. 5. 101.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 residuo, resto κάταγμα ... τὸ τοῦ ἐρίου ἕ. Ammon.Diff.255, τὰ ἑλκύσματα τῶν ἐρίων Hsch.s.u. ἀφρῖνον
desecho, plu. restos, despojos c. gen. subjet. οἰωνῶν κακὰ δεῖπνα, κυνῶν θ' ἑλκύσματα δεινά ref. a cuerpos desgarrados, Man.4.200, glos. a ἑλώρια Hsch., cf. Tz.Ex.66.12
esp. escoria de la plata ἡ δὲ τοῦ ἀργύρου σκωρία καλεῖται ἕ. Dsc.5.86, cf. Plin.HN 33.105, Gal.12.236, Eust.1094.56.
2 acción de traer o arrastrar hacia sí, arrastre, tracción ref. al tiro del arado ῥῆξαί τ' εἱλιπόδων ἑλκύσμασι τέλσον ἀρούρης y desgarrar el surco de la tierra con arados de bueyes trad. de Verg.Ecl.4.33 en Const.Or.S.C.20 (p.185.9)
tensión, tracción ref. el disparo del arco, Sch.A.Pers.147M. (p.81).
3 huella, marca, señal Phot.s.u. ὄνυχος ἕλκος.

Greek Monolingual

ἕλκυσμα, το (AM)
ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι
αρχ.
1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται
2. το έλκημα
3. η σκουριά του αργύρου.