κόβειρος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κόβειρος: ὁ, = κόβαλος, «κόβειρος· γελοιαστής, σκώπτης, λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόβειρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. γελοίος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόβειρος
άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: γελοιαστής, σκωπτής (`jester, scoffer'), λοιδοριστής.
Other forms: κόβειρα (ntr. pl.) γελοῖα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hemberg, Die Kabiren 1950, 326 refers to the grotesque pictures of the Kabeiroi in Thebes. An α can vary with ο in Pre-Greek (Fur. 341-5). So our word is identical with the word Κάβειρος.