αἱρετός
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ή, όν, A that may be taken or conquered, δόλῳ Hdt.4.201; to be understood, Pl.Phd. 81b. II (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, opp. φευκτός, Pl.Phlb. 21d sq., Arist.EN1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., Hdt.1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος A.Fr.401. 2 chosen, elected, esp. opp. κληρωτός, Isoc.12.154, Pl.Lg.759b, Arist.Pol.1294b9, cf. Pl.Lg.915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.Mx.238d; τυραννίς Arist.Pol.1285a31:—αἱ. ἄνδρες commissioners, Plu.Lyc.26. οἱ αἱ. X. An.1.3.21: = Lat.optiones, Lyd.Mag.1.46. 3 that may be chosen, opp. αἱρετέος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ φευκτός, Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., συχν. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ ἀρχή, ἀρχή, ἀξίωμα, οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. χειροτονητός: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· ὡσαύτως οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. (αἱρέω prendre);
1 qui peut être pris;
2 fig. qui peut être compris;
II. (αἱρέομαι choisir);
1 choisi, élu : αἱρετὴ ἀρχή magistrature élective ; οἱ αἱρετοί hommes choisis ou élus (pour une délégation), délégués, commissaires;
2 qu’on peut ou qu’on doit choisir, souhaitable.
Étymologie: αἱρέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1elegido esp. op. κληρωτός Pl.Lg.759b, Isoc.12.153, Arist.Pol.1294b9, SEG 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.Mx.238d, τυραννίς Arist.Pol.1285a31, ἀρχή App.BC 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados X.An.1.3.21, Plu.Lyc.26, de los tresuiri agris diuidendis App.BC 1.9
•lat. optiones suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.Mag.1.46.
2 que puede ser elegido o aceptado, deseable Pl.Phlb.21d, Arist.EN 1097a32, Ptol.Iudic.17.6
•op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4
•op. αἱρετέος aquello cuya elección se impone Chrysipp.Stoic.3.22
•en compar. preferible αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.Mis.A13, cf. Democr.B 251, A.Fr.466, Hdt.1.126, Ar.Eq.84.
II 1que puede ser conquistado κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.
2 que puede ser comprendido, comprensible νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.Phd.81b, cf. X.Mem.1.1.7.
III adv. -ῶς voluntariamente, a elección Ephr.Syr.3.432F.
Greek Monotonic
αἱρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.
II. 1. (αἱρέομαι), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.
2. επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αἱρετός: [adj. verb. к αἱρέω
1) могущий быть взятым или завоеванным: κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱ., δόλῳ δὲ αἱ. Her. могущий быть взятым не силой, а хитростью;
2) постижимый, понятный (νοητὸς καὶ φιλοσοφίᾳ αἱ. Plat.);
3) избираемый или избранный, выборный (βασιλεῖς, δικασταί Plat.; ἀρχή Isocr., Arst.; ἄνδρες Plut.): οἱ αἱρετοί Xen. делегаты, посланцы;
4) заслуживающий выбора, предпочтительный, желательный (τινι Her.): ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Men. смерть предпочтительнее порочной жизни.
Middle Liddell
verb. adj. of αἱρέω
I. that may be taken or conquered, Hdt.; that may be understood, Plat.
II. (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, Plat., Hdt., etc.; ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Menand.
2. chosen, elected, Plat., etc.