Πρωταγόρειος
English (LSJ)
α, ον, A of Protagoras, μέτρον Pl.Tht.162c; μῦθος ib. 164d.
Greek (Liddell-Scott)
Πρωτᾰγόρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πρωταγόραν ἀνήκων, μῦθος Πλάτ. Θεαίτ. 126C, 164D.
Russian (Dvoretsky)
Πρωτᾰγόρειος: протагоров(ский).
α, ον, A of Protagoras, μέτρον Pl.Tht.162c; μῦθος ib. 164d.
Πρωτᾰγόρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πρωταγόραν ἀνήκων, μῦθος Πλάτ. Θεαίτ. 126C, 164D.
Πρωτᾰγόρειος: протагоров(ский).