αὐτόμορφος

Revision as of 20:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A self-formed, natural, E.Fr.125.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.

Spanish (DGE)

-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόμορφος: природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v. l. τειχίσματα).