βαρουλκός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
(sc. μηχανή), ἡ, A lifting-screw, invented by Archimedes, Papp.1060, al., prob. in Vitr.10.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
βαρουλκός: (ἐνν. μηχανή), ἡ, μηχανὴ πρὸς τὸ ἕλκειν ἤ ἀνεγείρειν βάρη, ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμήδους, Ἥρων Μαθ.· - ὡσαύτως, βαρυολκός.
Greek Monolingual
βαρουλκός, η (Α)
(ενν. μηχανή) το βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάρος + -ουλκός < ολκή ή ολκός < έλκω].