γηράς
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A v. γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.