γρυλίζω

From LSJ
Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡλίζω Medium diacritics: γρυλίζω Low diacritics: γρυλίζω Capitals: ΓΡΥΛΙΖΩ
Transliteration A: grylízō Transliteration B: grylizō Transliteration C: grylizo Beta Code: gruli/zw

English (LSJ)

( γρυλλίζω is incorrect acc. to Phryn.PSp.58 B.), Dor. fut. A γρυλιξεῖτε Ar.Ach. 746:—grunt, of swine, Ar.l.c., Pl.307, D. Chr.7.74; of a person, Procop.Arc.17.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡλίζω: μεταγ. γρυλλίζω (Α. Β. 33, κτλ.)· Δωρ. μέλ. γρυλιξεῖτε Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· -γρυλλίζω, «μουγκρύζω», ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. , Πλ. 307.

French (Bailly abrégé)

grogner en parl. d’un porc.
Étymologie: cf. γρῦ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): frec. var. γρυλλ-

• Morfología: [dór. fut. γρυλλιξεῖτε (var. γρυλι-) Ar.Ach.746]
gruñir los cerdos γρυλλιξεῖτε καὶ κοΐξετε Ar.Ach.l.c., cf. Pl.307, D.Chr.7.74, Phryn.PS 58, Poll.5.87, Zonar.
fig. de pers. gruñir, murmurar βασιλεὺς ... καθῆστο γρυλλίζων Procop.Arc.17.4, cf. Hsch.
sobre la distinta graf. γρυλ-, γρυλλ- Phryn.PS 58.

• Etimología: v. γρῦ.

Greek Monolingual

γρυλισμός κ.λπ.
βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ.

Greek Monotonic

γρῡλίζω: ή γρυλλίζω, Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. γρυλιξεῖτε, γρυλλίζω, μουγκρίζω, λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γρῡλίζω: хрюкать Arph.

Middle Liddell

[from γρῦλος
to grunt, of swine, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρυλίζω γρῦ Dor. fut. 2 plur. γρυλλιξεῖτε, knorren van varkens.