δάσυμα

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσῡμα Medium diacritics: δάσυμα Low diacritics: δάσυμα Capitals: ΔΑΣΥΜΑ
Transliteration A: dásyma Transliteration B: dasyma Transliteration C: dasyma Beta Code: da/suma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, A = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].