δειπνομανής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ές, A mad after eating, Tim016.1.
German (Pape)
[Seite 540] ές, nach Gastmählern unsinnig lüstern, Timon. Phlias. bei Ath. IV, 162 f.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνομᾰνής: -ές, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ δεῖπνα, Τίμων παρ’ Ἀθήν. 162F.
Spanish (DGE)
(δειπνομᾰνής) -ές
enloquecido por la comida, ansioso de comida Timo SHell.790.
Greek Monolingual
δειπνομανής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που αγαπάει μανιωδώς τα δείπνα.