δενδροκομικός

Revision as of 23:59, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A of or like a woodman, Ael.NA13.18.

German (Pape)

[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.