δερμηστής
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
(A -ιστής Hsch.), οῦ, ὁ, (δέρμα, ἔδω) worm which eats skin or leather, S.Fr.449, Lys.Fr.104S., Aristid.Mil.29; = ὄφις, Aristarch. ap.Harp.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ (ἐσθίω), Pelzmotte, die Leder und Pelzwerk zernagt, Soph. fr. 397; Lys. bei Harpocr.; B. A. 240.
Greek (Liddell-Scott)
δερμηστής: -οῦ, ὁ, (δέρμα, ἐσθίω) σκώληξ τρώγων δέρμα, Σοφ. Ἀποσπ. 397, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ. (ἔνθα κακῶς δερμιστής), κτλ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: graf. -μιστής Sud.
zool.
1 gorgojo de la piel gusano que roe la piel o el cuero, S.Fr.449, Lys.104S., Aristid.Milesiac.1.
2 n. de una serpiente Aristarch. en Harp.
Greek Monolingual
και δερμέστης, ο (Α δερμηστής και δερμιστής)
Έντομο που τρώει το δέρμα.
Russian (Dvoretsky)
δερμηστής: ου ὁ ἔδω кожеед (насекомое, портящее меха и кожу) Soph., Lys.