εὐαγωγία

From LSJ
Revision as of 01:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰγωγία Medium diacritics: εὐαγωγία Low diacritics: ευαγωγία Capitals: ΕΥΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: euagōgía Transliteration B: euagōgia Transliteration C: evagogia Beta Code: eu)agwgi/a

English (LSJ)

ἡ, A good education, ἡ Ἐπικράτους εὐ. τοῦ ἀδελφοῦ Aeschin. 2.151, cf. Simp. in Epict.p.19 D., al. II easiness of being led, ψυχῆς πρὸς λόγους Pl.Def.413b, cf. Them.Or.13.175c: abs., docility, Arist. VV1250b32; κουφότης καὶ εὐ. Philostr.V A6.13.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, gute Führung, Leitung oder Erziehung, Wohlgezogenheit, Aesch. 2, 151 u. Sp. – Lenksamkeit, Gelehrigkeit, ψυχῆς πρὸς λόγους καὶ πράξεις Plat. defin. 413 b; Themist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰγωγία: ἡ, καλὴ ἀγωγή, καλὴ ἀνατροφή, Αἰσχίν. 48.20. ΙΙ. τὸ εὐάγωγον, εὐαγωγία ψυχῆς πρός λόγους καὶ πράξεις Πλάτ. Ὅροι 413Β, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne éducation.
Étymologie: εὐάγωγος.

Greek Monolingual

εὐαγωγία, ἡ (Α) ευάγωγος
1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση
2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.)
3. ευπείθειακουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

εὐᾰγωγία: ἡ, καλή αγωγή, καλή ανατροφή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰγωγία:
1) хорошее воспитание, благовоспитанность Aeschin., Arst., Plut.;
2) правильное развитие (τῶν σωμάτων Arst.);
3) восприимчивость, понятливость (ψυχῆς πρὸς λόγους Plat.).

Middle Liddell

εὐᾰγωγία, ἡ,
good education, Aeschin. [from εὐάγωγος