εὐκατάλυτος

From LSJ
Revision as of 01:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλῠτος Medium diacritics: εὐκατάλυτος Low diacritics: ευκατάλυτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: eukatálytos Transliteration B: eukatalytos Transliteration C: efkatalytos Beta Code: eu)kata/lutos

English (LSJ)

ον, A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.

Greek Monolingual

εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].

Greek Monotonic

εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλῠτος: легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen.).

Middle Liddell

εὐ-κατάλῠτος, ον καταλύω
easy to overthrow, Xen.