θρύψιχος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Full diacritics: θρύψιχος | Medium diacritics: θρύψιχος | Low diacritics: θρύψιχος | Capitals: ΘΡΥΨΙΧΟΣ |
Transliteration A: thrýpsichos | Transliteration B: thrypsichos | Transliteration C: thrypsichos | Beta Code: qru/yixos |
A = θρυπτικός, Theognost.Can.20, Hsch.
θρύψιχος: «τρυφερός, μαλακός, αἰσχρός, χαῦνος» Ἡσύχ.
θρύψιχος, -ον (Α) θρύψις
«θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος.