κάπραινα
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ἡ, fem. of κάπρος, A wild sow: metaph., lewd woman, Phryn.Com.33, Hermipp. 10: dub. sens. in Lyr. in Philol. 80.334.
German (Pape)
[Seite 1324] ἡ (eigtl. fem. zu κάπρος, die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.
Greek (Liddell-Scott)
κάπραινα: ἡ, θηλ. τοῦ κάπρος, ἀγρία ὗς· μεταφ. ἀκόλαστος, αἰσχρὰ γυνή, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.
Greek Monolingual
η (Α κάπραινα)
(θηλ. του κάπρος) άγρια γουρούνα
αρχ.
(για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -αινα (πρβλ. λέ-αινα, λύκ-αινα)].